Των Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη & Ελπίδας Τσιτσιρίδη*
Ο θεσμός των Συνεταιριστικών Τραπεζών, ο οποίος εισάγεται στην Ελλάδα το 1994 με βάση το νομοθετικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε το 1992 και στηρίχθηκε στο Νόμο περί Αστικών Συνεταιρισμών, έχει πλέον τη δική του θέση στην ελληνική τραπεζική αγορά, και κατ’ επέκταση στα γενικότερα οικονομικά δρώμενα της χώρας.


Η κοινωνική οικονομία, δεν αποβλέπει στο κέρδος και δεν κυριαρχείται από τους ανταγωνιστικούς κανόνες της αγοράς, όπως επίσης δεν λειτουργεί με τις ακαμψίες δημόσιου τομέα, αλλά αντίθετα έχει μια ευρύτατη προσαρμοστικότητα και αμεσότητα, ενώ συνοδεύεται από μεγάλη κοινωνική αποδοχή.
Το κοινωνικό νόμισμα είναι ένα εναλλακτικό νόμισμα που εκδίδεται από κοινότητες ή δίκτυα. Αντικαθιστά το νόμισμα που εκδίδει το κράτος, το οποίο σε μερικές περιπτώσεις δεν υφίσταται καν, δημιουργώντας ένα μέσο συναλλαγών σε μια οικονομία που λαμβάνει χώρα «έξω» από την επίσημη. Τα κοινωνικά νομίσματα μπορεί να είναι δύο ειδών: εγγυημένα ή μη εγγυημένα, απέναντι σε κάποιο αποθεματικό (σ.μ. επίσημο νόμισμα).
Η κοινωνική οικονομία αποτελεί πλέον μια κύρια έκφραση των νέων μορφών διακυβέρνησης της παραγωγής και της διευρυμένης αναπαραγωγής από τη στιγμή που με κύρια αναφορά της τη δημοκρατική συμμετοχή, καταφέρνει να αναπτύσσεται στις περιοχές αυτές όπου το κράτος και η ιδιωτική οικονομία δεν εισέρχονται λόγω της αδυναμίας δημιουργίας κερδοφορίας ή της περιορισμένης δυνατότητας διείσδυσης.
Στην Ελλάδα, οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης των τελευταίων δεκαετιών, δεν συνέβαλαν στον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων και της ανασφάλειας, αλλά ούτε και στην εξάλειψη του αποκλεισμού των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού από τη διανομή του πλούτου και τη συμμετοχή στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.