Συνέντευξη με τον Βασίλη Τακτικό υπεύθυνου φυσικού αντικειμένου του ΙΝΜΕΚΟ του έργου Socialneet
Για το θέμα της κοινωνικής οικονομίας, και το πρόγραμμα της καταπολέμησης της ανεργίας μας μιλάει ο Βασίλης Τακτικός,` αναλύει μια σειρά από παράγοντες που πρέπει να ακολουθήσουν οι θεσμοί ώστε τα οφέλη να είναι πολλαπλά. Μιλάει για τα χαρακτηριστικά και τις αιτιάσεις που καθιστούν την κοινωνική οικονομία ως άξονα καταπολέμησης της ανεργίας. Και το σημαντικότερο όλων που μας επισημαίνει είναι ότι το πρόβλημα της ανεργίας των νέων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με στερεότυπα.
Ποια είναι τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του Προγράμματος Καταπολέμησης της ανεργίας των νέων και
αντιμετώπισης των αναγκών των NEET, μέσα από τις Οργανώσεις της Κοινωνίας των
Πολιτών στην Κοινωνική Επιχειρηματικότητα;
Η κοινωνική οικονομία ως τομέας δημιουργίας
θέσεων εργασίας δεν είναι απλά ένας συμπληρωματικός τομέας ιδιωτικής
οικονομικής αλλά, απαντά σε ένα δομικό πρόβλημα της οικονομίας που έχει
σχέση με τα επαγγέλματα έντασης εργασίας που απαξιώνονται και
εκτοπίζονται από την αγορά στον ανεπτυγμένο κόσμο από τις επιχειρήσεις έντασης
κεφαλαίου.
Ποιες είναι οι ιδιαίτερες
αιτιώδεις σχέσεις που καθιστούν την κοινωνική οικονομία ως σημαντικό άξονα
καταπολέμησης της ανεργίας;
Στην απέναντι όχθη από αυτά τα
παραδοσιακά επαγγέλματα, δεν βρίσκονται μόνο επαγγέλματα της υψηλής
εξειδίκευσης της ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά τα επαγγέλματα της νέας οικονομίας του διαδικτύου τα οποία
είναι επίσης έντασης εργασίας όπως: διαχειριστές διαδικτύου, διαχειριστές
ιστοσελίδων, γραφίστες, Διαφημιστές και διαχειριστές ηλεκτρονικών
καταστημάτων. Άρα η κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι αναγκαία οικονομική
δραστηριότητα εκεί που δεν επιχειρεί πλέον ο κερδοσκοπικός τομέας.
Το επιμορφωτικό πρόγραμμα socialneet εστιάζει σε αυτού του είδους
επιχειρηματικότητα και απευθύνεται σε
νέους μέχρι 29 ετών, αποσκοπεί στον επαγγελματικό προσανατολισμό των
νέων, μέσα από δομές της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας όπου
δραστηριοποιείται η κοινωνική οικονομία.
Δεν στοχεύει απλά στις επαγγελματικές
δεξιότητες αλλά κυρίως τις οργανωτικές ικανότητες και στη δημιουργία κοινωνικών
επιχειρήσεων. Ας σημειώσουμε ότι στην Ελλάδα η
απασχόληση στον τρίτο τομέα της οικονομίας είναι μόλις το 3,3%, την ίδια
στιγμή πού στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες κυμαίνεται στο 8 με 10%. αυτό το γεγονός
σημαίνει μία γενικότερη υστέρηση στην βιοποικιλότητα της απασχόλησης.
Ποια είναι η εικόνα της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας στην
Ελλάδα πέρα από αυτούς τους γενικούς δείκτες;
Σχετικά με
τη διάγνωση Αναγκών της Αγοράς Εργασίας, όπως είπαμε βλέπουμε στις αγγελίες κυρίως να
ζητούνται : υπάλληλοι γραφείου, ανειδίκευτοι εργάτες, πωλητές και οδηγοί, μάγειρες, σερβιτόροι, εργάτες αποθήκης, εργατοτεχνίτες, τεχνίτες στις κατασκευές επίσης, είναι τα δυναμικότερα επαγγέλματα από
πλευράς δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Μεγάλη έλλειψη υπάρχει στην κάλυψη θέσεων
εργασίας στα εποχιακά επαγγέλματα τουρισμού, ενώ ελλείψεις υπάρχουν και στο κλάδο του λιανικού εμπορίου τροφίμων, ποτών,
και στην τρίτη θέση βρίσκεται ο κλάδος των νοσοκομειακών δραστηριοτήτων με νέες
θέσεις εργασίας. Αλλά υπάρχουν και τομείς δραστηριότητας
που έχουν εντελώς εγκαταλειφθεί όπως αγροτικές καλλιέργειες, σχολάζουσες γαίες,
κτίρια από υποδομές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν κλείσει, Δημοτικές
και δημόσιες εκτάσεις που δεν αξιοποιούνται κι όλα αυτά γιατί αδυνατούν
να είναι κερδοφόρες διάφορες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που συνεχώς
συρρικνώνονται.
Σε αυτό το πεδίο των υφιστάμενων ανενεργών
υλικών και ανθρώπινων πόρων είναι που μπορεί να αναπτυχθεί ο μη
κερδοσκοπικός τομέας οικονομίας και να δώσει περισσότερες θέσεις εργασίας. Στις αιτιώδεις σχέσεις υψηλής ανεργίας των νέων βλέπουμε ένα
αντιφατικό φαινόμενο από τη μία μεριά ζήτηση χαμηλής εξειδίκευσης εργαζομένων
και από την άλλη έλλειψη προσφοράς και άρνηση να καλύψουν αυτές τις
χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας. Πρακτικά αυτά τα επαγγέλματα καλύπτονται ως ένα βαθμό από τους
οικονομικούς μετανάστες άλλων χωρών που δέχονται να εργαστούν με μικρούς
μισθούς και πολλές φορές ανασφάλιστοι. Το γενικό
συμπέρασμα είναι ότι η ανεργία βρίσκεται πάνω από το 15% τη στιγμή που
υπάρχουν κοινωνικές ανάγκες που δεν εξυπηρετούνται.
Γνωρίζουμε ότι το κυρίαρχο
οικονομικό μοντέλο των ιδιωτικών και Δημοσίων επιχειρήσεων τους δύο τελευταίους
αιώνες στηρίχθηκε στην διαρκή ανάπτυξη, στην επαγγελματική
κατάρτιση, και στις επιδοτήσεις σε ορισμένους τομείς της οικονομίας όπως
παραδείγματος χάρη στον αγροτικό τομέα για την ενίσχυση της εργασίας. Τι
αλλάζει με την κοινωνική επιχειρηματικότητα σε σχέση με αυτές τις αρχές;
Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι
ανάπτυξη- μεγέθυνση ως αποκλειστικός στόχος με όρους έντασης κεφαλαίου
δεν φέρνει κατά ανάγκη και περισσότερες
θέσεις εργασίας. Η επαγγελματική κατάρτιση στο πλαίσιο της
ανταγωνιστικότητας δεν προσφέρει λύσεις
καθώς δεν λείπουν οι απαραίτητες
δεξιότητες των εργαζομένων, αυτό που λείπει είναι η προσαρμογή στις
ανάγκες για προϊόντα και υπηρεσίες.
Στο θεσμικό πλαίσιο, οι
επιδοτήσεις της ανεργίας και της
απασχόλησης ευνοούν συνήθως τις μεγάλες επιχειρήσεις και ορισμένες δημόσιες
επιχειρήσεις, δεν προσφέρουν ουσιαστικές νέες ευκαιρίες απασχόλησης στις μικρές επιχειρήσεις έντασης εργασίας που
έχουν ζωτικές ανάγκες επιβίωσης στον ανταγωνισμό.
Έτσι στο θέμα της προσφοράς και της
ζήτησης εργασίας υπάρχει δομικό πρόβλημα στα ίδια τα θεσμικά εργαλεία της
επιχειρηματικότητας. Αυτό που θα βάζαμε ως τίτλο της νέας
προσέγγισης είναι ότι, ο σημερινός καταναλωτής σε πολλά προϊόντα και
υπηρεσίες πρέπει να γίνει ο ίδιος
παραγωγός προϊόντων και υπηρεσιών μέσα από συνεταιριστικές κοινωνικές
επιχειρήσεις. Με μια Φράση να γίνει παραγωκαταναλωτής.
Είναι μία προσέγγιση, που είναι γνωστή μέσα από τους
καταναλωτικούς συνεταιρισμούς στην Ευρώπη και τα άλληλοασφαλιστικά ταμεία, η
οποία θα πρέπει να επεκταθεί τώρα στην
ενέργεια που είναι το καυτό ζήτημα, στην κοινωνική πρόνοια και φροντίδα
υγείας, τις ενεργειακές κοινότητες , αλλά ακόμα και στην αναπτυσσόμενη
οικονομία του διαδικτύου, αν πράγματι επιδιώκουμε νέες δυνατότητες εργασίας και
αυτοαπασχόλησης.
Επιπλέον, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η
ανεργία των νέων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί
με στερεότυπα της πρώτης και δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, που
σήμερα δεν λειτουργούν. Σε εκείνες τις περιόδους, η προσφορά εργασίας η
οποία χανόταν με την εκβιομηχάνιση στον πρωτογενή τομέα, την αντικαθιστούσε και προσέφερε
νέες θέσεις ο δευτερογενής τομέας και ακολούθως όταν, με την αυτοματοποίηση
της βιομηχανίας περιορίστηκαν οι θέσεις
εργασίας στη βιομηχανία, ο τομέας των υπηρεσιών δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας .
Τώρα, στις αρχές του 21ου αιώνα με
την ψηφιοποίηση του κράτους και των υπηρεσιών, η μεταφορά των
απασχολουμένων από τον ένα κλάδο στον άλλο φθάνει σε αδιέξοδο καθώς, από την αυτοεξυπηρέτηση των πολιτών
προκύπτει περιορισμός της γραφειοκρατίας, και κατά ανάγκη
περιορισμός των θέσεων εργασίας. Μ΄αυτό τον τρόπο, οι δημιουργούμενες θέσεις από τις νέες τεχνολογίες δεν καλύπτουν όλες τις
απώλειες. Αυτό σημαίνει ότι κι αν ακόμη αποκτήσουν υψηλότερη εκπαίδευση οι
νέοι, πάλι άνεργοι θα μείνουν, προφανώς επειδή οι θέσεις υψηλής εξειδίκευσης είναι για
λίγους, δεν αφορούν τους πολλούς. Ας σημειώσουμε άλλωστε ότι είναι υψηλό το ποσοστό των νέων πτυχιούχων στη Ελλάδα.
Έτσι δεν δυσκολεύονται μόνο να βρουν εργασία
οι Neets αλλά γενικότερα όλες οι κατηγορίες.
Η οικονομική μεγέθυνση, η
ανταγωνιστικότητα, η υψηλή εξειδίκευση και η επαγγελματική κατάρτιση δεν
καλύπτουν όλες τις ανθρώπινες ανάγκες προσωποιημένων υπηρεσιών. Έτσι προκύπτει
η ανάγκη να επενδύσουμε περισσότερο στο συνεργατικό τομέα της οικονομίας. Ο τομέας που έχει ως χαρακτηριστικό ότι δεν εκτοπίζει από την παραγωγή τις
μικρές εκμεταλεύσεις.
Σύμφωνα με
έρευνα που έχετε κάνει τι πρέπει να αλλάξει στις επιλογές της πραγματικής οικονομίας με στόχο την πλήρη απασχόληση;
Στο συλλογικό φαντασιακό, αυτό που λέγεται απλά κοινή γνώμη επικρατεί
ακόμη η λογική ότι η οικονομική ανάπτυξη
σε επίπεδο ΑΕΠ θα ανεβάσει και το επίπεδο της απασχόλησης, κάτι όμως που δεν συμβαίνει πλέον με την ζήτηση της εργασίας .
Ούτε συμπίπτει, με την αρχή, ότι η
ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων θα ανεβάσει την κερδοφορία και κερδοφορία με
τη σειρά της θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
Η αντίληψη αυτή είναι αρκετά ξεπερασμένη με δεδομένο ότι ψηφιοποίηση, η αυτοματοποίηση και η
ρομποτοποίηση της παραγωγής μπορεί να ανεβάζει την κερδοφορία σε πολλούς τομείς
και ταυτόχρονα να περιορίζει τα εργατικά
χέρια.
Το
επιχείρημα, ότι η προσαρμογή των σπουδών στις ανάγκες της «αγοράς» θα
εξασφαλίσει άμεσα μια επικερδή εργασία στους αποφοίτους, είναι, εκτός των
άλλων, ολοκληρωτικά αβάσιμο και παραπλανητικό. Ούτε η υψηλή εξειδίκευση
στους προηγμένους τομείς τεχνολογίας συνδέεται με την ανάπτυξη της απασχόλησης.
Ούτε η υψηλή κατάρτιση θα λύσει το πρόβλημα της ανεργίας.
Αν τα
πράγματα ήταν έτσι δεν θα είχαμε αντίστοιχα υψηλή ανεργία
πτυχιούχων που σημαίνει ότι το πρόβλημα δεν οφείλεται στην έλλειψη των
κατάλληλων ειδικοτήτων και δεξιοτήτων των εργαζομένων αλλά στην εναρμόνηση
της προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Η ανεργία των νέων παραμένει πολύ υψηλότερη,
ανεξαρτήτως βαθμίδας εκπαίδευσης, σε σύγκριση με τα προ της κρίσης επίπεδα και
καλύπτει όλους τους επαγγελματικούς κλάδους.
Η υψηλή
εξειδίκευση αφορά ένα μικρό κλάσμα της ζήτησης, δεν ισχύει το ίδιο με τους ανειδίκευτους νέους με χαμηλά προσόντα όπως είναι οι προσωποποιημένες υπηρεσίες στη
φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων και τη βοήθεια στο σπίτι, στη φροντίδα
υγείας και εν γένει στην κοινωνική πρόνοια. Όπως και στις παραδοσιακές ασχολίες για την παραγωγή,
της τροφής το μαγείρεμα, το νοικοκυριό τη φροντίδα και τη φύλαξη των
παιδιών και των ηλικιωμένων, η φροντίδα υγείας, δεν αλλάζει ριζικά με
την ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Υπάρχει
επίσης το δεδομένο της ζήτησης εργατών
γης για τη συγκομιδή των καρπών της ελιάς, ένα προϊόν που είναι
υψηλής διατροφικής αξίας, που ωστόσο τα μεροκάματα στοιχίζουν περισσότερο
από την οικονομική απόδοση του προϊόντος
και αυτό είναι ασύμφορο για την παραγωγή του προϊόντος. Το ίδιο
συμβαίνει με όλες τις δεντροκαλλιέργειες και με τη συγκομιδή ξηρών καρπών.
Το ζήτημα λοιπόν που έχουμε εδώ να
εξετάσουμε στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας, είναι πώς θα ικανοποιηθούν
βιώσιμες πρακτικές ανάγκες της κοινωνίας με βιώσιμες θέσεις εργασίας ώστε να
εξασφαλίζουν απασχόληση άτομα στον
αγροτικό τομέα κι αυτό μπορεί να γίνει με τη μείωση του κόστους διαμεσολάβησης
και την κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία.
Έχω την εντύπωση ότι οι
Ισχυρισμοί αυτοί έχουν να κάνουν με το αίτημα της τοπικής «αυτάρκειας»
και της τοπικής απασχόλησης, το ερώτημα είναι αν η κοινωνική οικονομία έρχεται σε αντίθεση με
την τάση της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας;
Σε ότι αφορά την παγκοσμιοποίηση της
οικονομίας σε αντίθεση με την ανάγκη για
«τοπική αυτάρκεια» νομίζω κατά πρώτον ότι, η παγκοσμιοποίηση βάλλεται σήμερα
από εκείνες τις δυνάμεις που ιστορικά την προώθησαν και θέλουν τώρα να την
περιορίσουν. Αυτό δηλώνει άλλωστε η ενεργειακή και η επισιτιστική κρίση που
έχει ξεσπάσει από τους περιορισμούς της ελεύθερης αγοράς.
Εάν δεν υπήρχαν οι περιορισμοί ο προστατευτισμός,
και οι πολιτικές κυρώσεις δεν θα είχαμε ενεργειακή κρίση. Οι συνέπειες δείχνουν
την ανάγκη και για την τοπική διατροφική αυτάρκεια. Κατά τα άλλα δεν τίθεται θέμα με την ρεαλιστική εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης που έχει
στα θετικά της να ανεβάζει σε υψηλά επίπεδα την ανταγωνιστικότητα της
οικονομίας. Υπάρχουν όμως και τα κενά
που αφήνει σε σχέση με την «τοπική αυτάρκεια» και την τοπική απασχόληση
που είναι απώλεια για το τοπικό εισόδημα και η λύση πρέπει να αναζητηθεί μέσα
από την εναλλακτική συλλογική επιχειρηματικότητα.
Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η Κίνα και η Ινδία που εξισορρόπησαν το άνοιγμα
στην παγκοσμιοποίηση με τους μαζικούς συνεταιρισμούς για να στηρίξουν τις
τοπικές διατροφικές ανάγκες.
Η επιδίωξη στη συγκεκριμένη περίπτωση
της τοπικής αυτάρκειας σημαίνει την
απαίτηση της αξιοποίησης των ανθρώπινων πόρων μαζί με ανενεργούς φυσικούς υλικούς πόρους που
είναι διαθέσιμοι καθώς, ορισμένες από τις υποδομές της χώρας, σε διαφορετική περίπτωση θα
αχρηστεύονταν.
Έχετε επισημάνει λοιπόν την ενεργοποίηση τον τοπικών ανενεργών πόρων, την
ανάγκη για την τοπική αυτάρκεια που ενισχύει και την τοπική απασχόληση, Ποιες
είναι οι προϋποθέσεις για να αξιοποιηθούν αυτοί οι ανενεργοί διαθέσιμοι πόροι
Όπως τους λέτε;
Το αντικείμενό της επιχειρηματικότητας μπορούμε να το
επικεντρώσουμε στους ακόλουθους τομείς΄:
ü H κοινωνικοποίηση της
ενέργειας μέσα από τους ενεργειακούς συνεταιρισμούς
ü H διατροφική αυτάρκεια με τη
συμβολαιακή κοινωνική Γεωργία
ü OI νέες συνεργατικές δομές
κοινωνικοποίησης της υγείας
ü Η πολιτική Συνεργατισμού της κοινωνικής
κατοικίας
ü Συμμετοχική πράσινη -
κοινωνική επιχειρηματικότητα
ü Την ανάπτυξη της κοινωνικής
επιχειρηματικότητας στην τοπική αυτοδιοίκηση
ü Η ψηφιακή κοινωνική επιχειρηματικότητα
ü Η
κοινωνική πολιτιστική επιχειρηματικότητα
ü με την διεκδίκηση
θεσμικής συγκρότησης και Οικονομικών πόρων τόσο από εθνικούς όσο και από ευρωπαϊκούς
πόρους.
Το υποκείμενο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας θα πρέπει να το οριοθετήσουμε ως συλλογική επιχειρηματικότητα, ένα μηχανισμό δικτύωσης και οργάνωσης μεταξύ καταναλωτών και παραγωγικού φορέα χωρίς διαμεσολάβηση και
μεσάζοντες.
Η Κοινωνική επιχείρηση οφείλει να
εξυπηρετεί το σύνθετο έργο της κινητοποίησης των ανθρώπινων πόρων και της
δικτύωσης των κοινωνικών επιχειρήσεων από όλες τις πλευρές, πολίτες, καταναλωτές, επαγγελματίες,
παραγωγούς, κοινωνικούς φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Τέτοιοι φορείς
είναι οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, οι ενεργειακοί συνεταιρισμοί,
οικιστικοί συνεταιρισμοί, δασικοί, ανακύκλωσης, κοινωνικοί
συνεταιρισμοί, κοινωφελείς επιχειρήσεις, για παιδικούς σταθμούς και
φροντίδας ατόμων με ειδικές ανάγκες και ηλικιωμένων, και εκτείνονται στον
τομέα των αλλιώς ασφαλισιικών ταμείων και συνεταιριστικών τραπεζών.
Το πλεονέκτημα
στην κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι η κοινωνική υποστήριξη και η συμμετοχικότητα των ίδιων
των καταναλωτών. Το μειονέκτημα είναι στην ευελιξία της διοίκησης αυτών των
επιχειρήσεων. Οι δυσκολίες πάντως προκύπτουν από το έλλειμα θεσμών και
οργανωτικής κουλτούρας στη διαχείριση των κοινωνικών επιχειρήσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου