Κεφάλαιο Α'
Άρθρο 1. Γενικές Διατάξεις
1. Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η ανάπτυξη του τομέα της Κοινωνικής
και Αλληλέγγυας Οικονομίας, μέσω της δημιουργίας ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος,
που θα διευκολύνει τη συμμετοχή όλων των πολιτών σε όλες τις δυνατές
παραγωγικές δραστηριότητες, με τη διάχυση πρακτικών δημοκρατίας, ισότητας,
αλληλεγγύης, συνεργασίας, καθώς και του σεβασμού στον άνθρωπο και το
περιβάλλον.
2. Ο παρών νόμος στοχεύει:
α. Στη διάχυση του παραδείγματος της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας
Οικονομίας σε όλους τους δυνατούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας.
β. Στη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος που θα στηρίζει και θα
ενισχύει τα παραγωγικά εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης, ώστε μέσω της κάλυψης
κοινωνικών αναγκών να μπορούν να συμβάλλουν στην κοινωνική πρόοδο και στη
δίκαιη οικονομική ανάπτυξη.
γ. Στον καθορισμό και την ανάδειξη της συλλογικής και της κοινωνικής
ωφέλειας ως συστατικά στοιχεία της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας.
3.Ειδικότερα, με τον παρόντα νόμο ρυθμίζονται θέματα που αφορούν
στο περιεχόμενο και στις δραστηριότητες του τομέα της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας
Οικονομίας, στη σύσταση και λειτουργία των Κοινωνικών Συνεταιριστικών
Επιχειρήσεων και των Συνεταιρισμών Εργαζομένων καθώς και στις προϋποθέσεις που
θα πρέπει να πληρούν υφιστάμενες νομικές προσωπικότητες για την απόδοση σε
αυτές της ιδιότητας του "Φορέα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας
Οικονομίας".
Άρθρο 2. Ορισμοί
Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ισχύουν τα εξής:
1.Ως «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία» ορίζεται το σύνολο των
οικονομικών δραστηριοτήτων που στηρίζονται σε μια εναλλακτική μορφή οργάνωσης των
σχέσεων παραγωγής, διανομής, κατανάλωσης και επανεπένδυσης,
βασισμένη στις αρχές της δημοκρατίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, της
συνεργασίας, καθώς και του σεβασμού στον άνθρωπο και το περιβάλλον.
2. «Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας» είναι εκείνα τα νομικά
πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν τις δραστηριότητες της παραγράφου 1, εφόσον ο
σκοπός και ο τρόπος λειτουργίας περιγράφεται καταστατικά ως εξής:
α. Εφαρμόζουν δημοκρατικό σύστημα λήψης αποφάσεων, σύμφωνα με την
αρχή ένα μέλος μία ψήφος.
β. Δεν αποδίδουν προτεραιότητα στη μεγιστοποίηση του κέρδους και, σύμφωνα
με τον παρόντα νόμο, εφαρμόζουν περιορισμούς στη διανομή κερδών και
επανεπενδύουν μέρος τους σε δραστηριότητες που προάγουν τη συλλογική ή και την
κοινωνική ωφέλεια, όπως ορίζονται στον παρόντα νόμο.
γ. Προάγουν τη σύγκλιση στην αμοιβή της εργασίας, εφαρμόζοντας σύστημα
αμοιβών που ρυθμίζει δίκαια την αναλογία ανώτατης προς κατώτατη αμοιβή για τους
συμμετέχοντες. Η υποχρέωση αυτή ισχύει σε οποιασδήποτε μορφής σύμπραξη δύο ή
περισσότερων νομικών προσώπων.
δ. Έναντι κάθε τρίτου, διαθέτουν αυτονομία στη διοίκηση, στη διαχείριση
και στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους.
ε. Αποβλέπουν στην οριζόντια και ισότιμη μεταξύ τους δικτύωση, μέσω
της δημιουργίας δικτύων και συστάδων, με σκοπό την αποκόμιση κοινών
ωφελειών.
3.Ως «Συλλογική ωφέλεια» ορίζεται η από κοινού εξυπηρέτηση των αναγκών
των μελών του Φορέα Κοινωνικής Οικονομίας, μέσα από τη δημιουργία ισότιμων
σχέσεων παραγωγής, τη δημιουργία θέσεων σταθερής και αξιοπρεπούς εργασίας, τη
συμφιλίωση προσωπικής, οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, καθώς και από την
εξυπηρέτηση ευρύτερων κοινωνικών αναγκών.
4.Ως «Κοινωνική Ωφέλεια» ορίζεται η εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών
τοπικού ή ευρύτερου χαρακτήρα αξιοποιώντας την Κοινωνική Καινοτομία, μέσα από
δραστηριότητες «Βιώσιμης Ανάπτυξης» ή παροχής «Κοινωνικών Υπηρεσιών Γενικού
Ενδιαφέροντος» ή παροχής υπηρεσιών ένταξης Ευάλωτων ή Ειδικών Ομάδων, όπως
αυτές ορίζονται στον παρόν άρθρο. Ο τρόπος εξυπηρέτησης της Κοινωνικής Ωφέλειας
πρέπει να περιγράφεται ρητά και με σαφήνεια στο καταστατικό του Φορέα
Κοινωνικής Οικονομίας.
5. Η «Κοινωνική Καινοτομία» συνίσταται σε οικονομικές δραστηριότητες,
δηλαδή στην παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών, που ικανοποιούν
κοινωνικές ανάγκες αξιοποιώντας κοινωνικές δυνάμεις του κόσμου της εργασίας και
ταυτόχρονα δημιουργούν νέες κοινωνικές σχέσεις, που προάγουν τη συλλογικότητα
και την ισοτιμία.
6. Η «Βιώσιμη Ανάπτυξη» περιλαμβάνει οικονομικές δραστηριότητες που
στοχεύουν στην αειφορία του φυσικού περιβάλλοντος, προστατεύουν κι αναπτύσσουν
τα κοινά αγαθά, προωθούν τη διαγενεακή και πολυπολιτισμική συμφιλίωση, δίνοντας
έμφαση στην τοπική διάσταση. Ενδεικτικά, περιλαμβάνει δραστηριότητες,
όπως:
Η Προστασία και αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος και της
βιοποικιλότητας.
Η αειφόρος γεωργία και κτηνοτροφία.
Η κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία ή κτηνοτροφία και κάθε άλλο
σύστημα που συμβάλλει στην εγγύτητα μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών.
Το δίκαιο και αλληλέγγυο εμπόριο.
Η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε μικρή κλίμακα και η
ανάπτυξη τεχνολογίας που μειώνει την κατανάλωση ενέργειας.
Η μείωση της παραγωγής αποβλήτων μέσα από την επαναχρησιμοποίηση,
αξιοποίηση, ανακύκλωσή τους με έμφαση στην συμμετοχή των πολιτών και στην
τοπικότητα ή μέσα από τον επανασχεδιασμό του τρόπου παραγωγής και
διανομής των προϊόντων.
Η κατασκευή και συντήρηση βασικών υποδομών, όπως μεταφορές, δίκτυα
τηλεπικοινωνιών και ενέργειας σε συνδιαμόρφωση με τις τοπικές κοινωνίες.
Η ανάπτυξη δεξιοτήτων και μεταφοράς τεχνογνωσίας.
Ο εναλλακτικός και ήπιος τουρισμός.
Ο σχεδιασμός και η διάθεση καινοτόμων και ελεύθερων ψηφιακών προϊόντων
και υπηρεσιών, βασισμένων στο ελεύθερο λογισμικό, και κάθε άλλη μορφή
τεχνολογίας που προωθεί την ομότιμη και βασισμένη στα κοινά παραγωγή.
Η παραγωγή, μεταποίηση, προώθηση, διατήρηση και ανάδειξη τοπικών
προϊόντων, υπηρεσιών και επαγγελμάτων και γενικότερα της πολιτιστικής
κληρονομιάς κάθε τόπου.
Η παραγωγή και διάχυση νέας πολιτισμικής δημιουργίας.
7.«Κοινωνικές Υπηρεσίες Γενικού Ενδιαφέροντος» είναι οι υπηρεσίες που
προάγουν την ποιότητα ζωής και την κοινωνική προστασία και περιλαμβάνουν
ενδεικτικά, την εκπαίδευση, την υγεία, την κοινωνική στέγαση, την κοινωνική
σίτιση, την παιδική φροντίδα, τη μακροχρόνια φροντίδα ηλικιωμένων, βρεφών,
παιδιών, ατόμων με αναπηρία και ατόμων με χρόνιες παθήσεις και τις
υπηρεσίες κοινωνικής αρωγής.
8. Ως «Κοινωνική Ένταξη» ορίζεται η διαδικασία ενσωμάτωσης στην κοινωνική
και οικονομική ζωή ατόμων που ανήκουν στις "Ευάλωτες" και τις
"Ειδικές" Ομάδες, κυρίως μέσω της προώθησής τους στη μισθωτή εργασία.
9.Ως «Ευάλωτες» ορίζονται εκείνες οι κοινωνικές ομάδες, των οποίων η
ένταξη στην οικονομική και κοινωνική ζωή είναι δυσχερής σε σχέση με τον
υπόλοιπο πληθυσμό. Συγκεκριμένα, πρόκειται για:
α) τα άτομα με αναπηρία οποιασδήποτε μορφής (σωματική, ψυχική, νοητική,
αισθητηριακή)
β) τα άτομα με προβλήματα εξάρτησης από ουσίες ή τα απεξαρτημένα άτομα
γ) τους οροθετικούς/ές
δ) τους ανήλικους παραβάτες, τους φυλακισμένους/ες και
αποφυλακισμένους/ες
Ως "Ειδικές Ομάδες", ορίζονται:
α) τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας και trafficking
β) οι άστεγοι (και άποροι)
γ) οι οικονομικοί μετανάστες
δ) οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο
ε) οι αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών
στ) τα άτομα με πολιτισμικές ιδιαιτερότητες
ι) οι μακροχρόνια άνεργοι άνω των πενήντα ετών.
Άρθρο 3 Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας
1. Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ) που θεσπίζονται
από τον παρόντα νόμο και οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης
(Κοι.Σ.Π.Ε.) που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2716/1999,
όπως ισχύει, και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του ν.
1667/1986, καθώς και όσων ορίζει το αρ.12 του ν. 3842/2010, καθώς και οι
Συνεταιρισμοί Εργαζομένων που θεσπίζονται από τον παρόντα νόμο, θεωρούνται αυτοδικαίως
από τη σύστασή τους Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας και υπάγονται
στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου από την εγγραφή τους στο Μητρώο Φορέων
Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας του άρθρου 26, αναφερομένου στον παρόντα
νόμο και απλώς ως «Μητρώο». Περεταίρω, "Φορείς της Κοινωνικής και
Αλληλέγγυας Οικονομίας" μπορούν να είναι και οι αγροτικοί
συνεταιρισμοί του Ν.4384/16, όπως ισχύει, οι αστικοί συνεταιρισμοί του
ν.1667/1986, όπως ισχύει, οι ενώσεις προσώπων των άρθρων 78 επ. του Α.Κ., οι Αστικές
Εταιρίες των άρ. 741 επ. του Α.Κ., καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλη νομική
προσωπικότητα, εφόσον σωρευτικά:
Α. Το καταστατικό τους περιέχει τις απαιτούμενες προβλέψεις
των παραγράφων 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 του άρθρου 2 του παρόντος.
Β. Τα μετά τη φορολόγηση κέρδη διατίθενται ετησίως για τους εξής σκοπούς:
α. ποσοστό τουλάχιστον 5% για το σχηματισμό αποθεματικού
β. ποσοστό έως 35% στους εργαζόμενους του Φορέα, εκτός κι αν τα 2/3
των μελών της Γενικής Συνέλευσης του Φορέα αποφασίσει αιτιολογημένα τη διάθεση
του ποσοστού αυτού σε δραστηριότητες του στοιχείου γ.
γ. και το υπόλοιπο διατίθεται είτε για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας
και τη γενικότερη διεύρυνση της παραγωγικής δυνατότητας είτε για δράσεις
Κοινωνικής Ωφέλειας στην τοπική κοινότητα που έχει την έδρα ή ασκεί τις
δραστηριότητές του ο Φορέας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, όπως
ορίζονται στους καταστατικούς σκοπούς του. Τα μέλη που δεν είναι εργαζόμενοι
δεν έχουν δικαίωμα στη διανομή των κερδών. Η συμβολή του Φορέα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας
Οικονομίας στην κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη της κοινότητας
όπου ασκεί τις δραστηριότητές του οφείλει να αποδεικνύεται ετησίως μέσω της
χρήσης του "Εργαλείου Μέτρησης Κοινωνικού Αντικτύπου", της παραγράφου
7 του άρθρου 24.
Γ. Η οικονομική τους δραστηριότητα κομίζει Συλλογική και Κοινωνική
Ωφέλεια, όπως ορίζονται στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 2, οι οποίες οφείλουν να
περιγράφονται καταστατικά και να αποδεικνύονται ετησίως μέσω της χρήσης του
"Εργαλείου Μέτρησης Κοινωνικού Αντικτύπου", της παραγράφου 7 του
άρθρου 24 .
2.Ο Φορέας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας υποχρεούται να απασχολεί τουλάχιστον
έναν εργαζόμενο, πλήρους απασχόλησης ή το ισοδύναμό της σε θέσεις μερικής
απασχόλησης, ακόμη και μέλος του, μετά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του και
εφόσον από τον κύκλο οικονομικής του δραστηριότητας προκύπτουν έσοδα ικανά για
να καλύπτουν το κόστος εργασίας με βάση τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό. Μετά
την παρέλευση τριετίας από τη η υποχρέωση πλήρους απασχόλησης ή του
ισοδύναμού της σε Η διαπίστωση παράβασης της προαναφερθείσας υποχρέωσης,
επιφέρει τη διαγραφή του νομικού προσώπου από το Μητρώο Φορέων Κοινωνικής και
Αλληλέγγυας Οικονομίας του άρθρου 26.
Κεφάλαιο Β' - Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις και Συνεταιρισμοί
Εργαζομένων
Άρθρο 4. Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις
1. Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (εφεξής αναφερόμενες και ως
Κοιν.Σ.Επ.) είναι εκείνοι οι αστικοί συνεταιρισμοί του Ν. 1667/1986, όπως
ισχύει, που έχουν ως καταστατικό σκοπό τη Συλλογική και την Κοινωνική
ωφέλεια, όπως ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 2 και διαθέτουν εκ
του νόμου εμπορική ιδιότητα.
2.Ανάλογα με τον ειδικότερο σκοπό τους, οι Κοιν.Σ.Επ. διακρίνονται στις
εξής κατηγορίες:
Α) Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης, οι οποίες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
αα)Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης Ευάλωτων Ομάδων, οι οποίες αφορούν στην
ένταξη στην οικονομική και κοινωνική ζωή, όπως ορίζεται στην παράγραφο 8 του
άρθρου 2, των ατόμων που ανήκουν στις Ευάλωτες Κοινωνικές Ομάδες, όπως
ορίζονται στην παράγραφο 9 του άρθρου 2. Ποσοστό 30% κατ’ ελάχιστον των
εργαζομένων στις Επιχειρήσεις αυτές ανήκουν υποχρεωτικά σε αυτές τις
κατηγορίες. H συμμετοχή σε αυτές των εκάστοτε φυσικών προσώπων που ανήκουν στις
Ευάλωτες Ομάδες και προσμετρώνται στο παραπάνω ποσοστό οφείλει να διενεργείται
για χρονικό διάστημα πέντε ετών. οφείλει να διενεργείται ανά πενταετία.
αβ) ΚοινΣεπ Ένταξης Ειδικών Ομάδων, οι οποίες αφορούν στην ένταξη στην
οικονομική και κοινωνική ζωή, όπως ορίζεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 2, των
ατόμων που ανήκουν στις Ειδικές Ομάδες Πληθυσμού, όπως ορίζονται στην παράγραφο
9 του άρθρου 2. Ποσοστό 50% κατ’ ελάχιστον των εργαζομένων στις επιχειρήσεις
αυτές ανήκουν υποχρεωτικά σε αυτές τις κατηγορίες. Η συμμετοχή σε αυτές των
εκάστοτε φυσικών προσώπων που ανήκουν στις Ειδικές Ομάδες Πληθυσμού και
προσμετρώνται στο παραπάνω ποσοστό οφείλει να διενεργείται για πεπερασμένο
χρονικό διάστημα, το οποίο προσδιορίζεται με ΥΑ του Υπουργού Εργασίας,
Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
αγ) Οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης (Κοι.Σ.Π.Ε.) του
αρ.12 του ν.2716/1999, όπως ισχύει, θεωρούνται αυτοδικαίως Κοινωνικές
Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις Ένταξης.
Β) Κοιν.Σ.Επ. Συλλογικής και Κοινωνικής Ωφέλειας, οι οποίες αναπτύσσουν
δραστηριότητες "Βιώσιμης Ανάπτυξης", όπως ορίζεται στην παράγραφο 6
του άρθρου 2 ή και παρέχουν "Κοινωνικές Υπηρεσίες Γενικού
Ενδιαφέροντος", όπως ορίζονται στην παρ. 7 του άρθρου 2.
Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης και εφόσον πληρούνται οι προβλεπόμενες
στον παρόντα νόμο προϋποθέσεις, μια Κοιν.Σ.Επ. μπορεί να τροποποιήσει το
καταστατικό της με σκοπό να ενταχθεί σε άλλη κατηγορία Κοιν.Σ.Επ.. Η
τροποποίηση αφορά μόνο στην κατηγορία ΚοινΣΕπ και τα λοιπά στοιχεία εγγραφής
και λειτουργίας της διατηρούνται.
Άρθρο 5. Σύσταση της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης.
1. Η σχέση μεταξύ των μελών της Κοιν.Σ.Επ., η διοίκηση, η λειτουργία της,
καθώς και η λύση της διέπονται από το ν. 1667/1986 (Α’ 196), εκτός αν ορίζεται
διαφορετικά στον παρόντα νόμο. Δεν εφαρμόζονται το άρθρο 1, οι
παράγραφοι 2,3, 7 και 8 του άρθρου 2, οι παράγραφοι 4 και 6 του άρθρου 3, η
παράγραφος 4 του άρθρου 4, η παράγραφος 2 του άρθρου 5, το άρθρο 8, το
τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 και η παράγραφος 4 του άρθρου 9, το άρθρο 13
και το άρθρο του άρθρου 14 του ν. 1667/1986.
Όπου στο νόμο 1667/1986 αναφέρεται καταχώριση στο «Μητρώο Συνεταιρισμών
του Ειρηνοδικείου» ή «στο Μητρώο της παραγράφου 3 του άρθρου 1» νοείται το
Μητρώο της παρ. Χ του άρθρου Χ.
2. Η σύσταση μιας Κοιν.Σ.Επ. και η υπαγωγή της στις διατάξεις του νόμου
αυτού συντελείται με την επιτυχή καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ, το οποίο είναι η
αρμόδια αρχή για τα θέματα της δημοσιότητα της Κοιν.Σ.Επ.. Το Γενικό Μητρώο
Κοινωνικής Οικονομίας, του άρθρου 26 του παρόντος, εφεξής αναφερόμενο και ως
Μητρώο, είναι η αρμόδια διοικητική αρχή για την άσκηση εποπτείας, ελέγχου
λειτουργείας, αλλά και ελέγχου νομιμότητας της αρχικής καταχώρησης (εγγραφής)
των Κοιν.Σ.Επ. στο Γ.Ε.ΜΗ. Εφόσον υποβάλλεται προτυποποιημένο καταστατικό́ του
άρθρου ΧΧ, τεκμαίρεται η συμβατότητα των διατάξεών του με τον παρόντα νόμο, δεν
απαιτείται έλεγχος για έγκριση από το μητρώο κοινωνικής οικονομίας του ΥΠΕΚΑΑ
και η σύσταση της μπορεί να ολοκληρωθεί από την «Υπηρεσία Μιας Στάσης».
5. Στη σφραγίδα, στα έντυπα, στα έγγραφα και στις συμβάσεις που συνάπτει
μια Κοιν.Σ.Επ. αναγράφεται υποχρεωτικά ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου, ο αριθμός
Γ.ΕΜ.Η. και ο Αριθμός Γενικού Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας (Α.Γε.Μ.Κ.Ο.), οι
οποίοι της αποδίδονται κατά τη σύστασή της και όποιο άλλο στοιχείο
προβλέπει η υπόλοιπη νομοθεσία.
6. Κάθε Κοιν.Σ.Επ. οφείλει να καταχωρεί ηλεκτρονικά στο πληροφορικό
σύστημα του Μητρώου κάθε μεταβολή στοιχείων της αλλά και τον ετήσιο
προγραμματισμό, τον ετήσιο απολογισμό και τον ετήσιο ισολογισμό, εγκεκριμένους
από την Γενική Συνέλευση των μελών της.
7. Το καταστατικό της ΚοινΣΕπ πρέπει να πληροί τις ανωτέρω υπό τα άρθρα
2. και 3. ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στον παρόντα
νόμο, καθώς και τα ακόλουθα:
αα) Την επωνυμία, την έδρα και το σκοπό της Κοιν.Σ.Επ. Ως έδρα ορίζεται
τουλάχιστον ο δήμος. Η επωνυμία της Κοιν.Σ.Επ. ορίζεται από το σκοπό της, το
είδος της Κοιν.Σ.Επ. και την έκταση της ευθύνης των μελών της. Ονόματα μελών ή
τρίτων δεν περιλαμβάνονται στην επωνυμία της Κοιν.Σ.Επ.
ββ) Τα πλήρη στοιχεία της ταυτότητας ή την επωνυμία και τη διεύθυνση των
ιδρυτικών μελών
γγ) Τους όρους εξόδου και εισόδου των μελών
δδ) Την έκταση της ευθύνης των μελών, όπως ορίζεται στην παράγραφο 17.
εε) Το ύψος της συνεταιριστικής μερίδας
στστ) Τον ορισμό της προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής που θα μεριμνήσει
για την έγκρισή του και τη σύγκλιση της πρώτης γενικής συνέλευσης για ανάδειξη
των οργάνων διοίκησης της Κοιν.Σ.Επ.
Κατά τα λοιπά, το καταστατικό μπορεί να παραπέμπει στις διατάξεις των
οικείων νόμων.
10.Το ετήσιο πρόγραμμα καθώς και ο απολογισμός εκτέλεσης αυτού
αποστέλλεται υποχρεωτικά στο Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας. Τα στοιχεία αυτά
δύνανται να χρησιμοποιηθούν από το Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας για
προβλεπόμενο έλεγχο.
11.Η συμμετοχή νομικών προσώπων στην Κοιν.Σ.Επ. δε μπορεί να υπερβαίνει
το 1/3 του συνόλου των μελών της, ενώ δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε αυτήν των
Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) που υπάγονται σε αυτούς. Κατ’ εξαίρεση για τις Κοιν.Σ.Επ.
Ένταξης, όπως αυτές ορίζονται στην περίπτωση Α της παρ. 2 του άρθρου 4, μπορούν
να είναι μέλη νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με έγκριση του φορέα που τα
εποπτεύει.
12.Μέλος μιας Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης δε μπορεί να είναι
μέλος και άλλης Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης με ίδια ή ανταγωνιστική
δραστηριότητα. Εξαιρούνται τα μέλη, που δεν είναι και εργαζόμενοι, των ΚοινΣΕπ
Ένταξης.
13. Μόνη η συμμετοχή ενός φυσικού προσώπου με την ιδιότητα του μέλους
εταίρου, σε Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση, δεν του προσδίδει εμπορική
ιδιότητα και δεν δημιουργεί ασφαλιστικές ή φορολογικές υποχρεώσεις.
14. Το κεφάλαιο της επιχείρησης διαιρείται σε συνεταιριστικές μερίδες. Ο
αριθμός των μερίδων και η ονομαστική τους αξία, η οποία είναι ίδια για κάθε
μερίδα, καθορίζονται στο καταστατικό της επιχείρησης και σε κάθε περίπτωση το
ύψος της κάθε συνεταιριστικής μερίδας δε μπορεί να είναι κατώτερο των 100
Ευρώ.
15.Τα μέλη της Κοιν.Σ.Επ. διαθέτουν μία υποχρεωτική συνεταιριστική
μερίδα, ως ελάχιστη συμμετοχή στο κεφάλαιο της επιχείρησης και είναι ίση για
όλα τα μέλη. Στο καταστατικό μπορεί να προβλέπεται η απόκτηση μέχρι τριών
προαιρετικών μερίδων χωρίς δικαίωμα ψήφου.
16. Η απόκτηση συνεταιριστικών μερίδων πραγματοποιείται με καταβολή
μετρητών, καθώς και με την εισφορά κινητής ή και ακίνητης περιουσίας, εφόσον
αυτό περιγράφεται ρητά στο καταστατικό.
17. Το μέλος της ΚοινΣΕπ ευθύνεται έναντι των δανειστών της επικουρικά
μέχρι του ποσού που κατέβαλε για την απόκτηση της συνεταιριστικής του μερίδας.
O νόμιμος εκπρόσωπος της Κοιν.Σ.Επ. ευθύνεται επικουρικά και προσωπικά για τις
οφειλές της Κοιν.Σ.Επ., σύμφωνα με το άρθρο 31 του ν.4321/2015, του άρθρου 115
του ν.2238/1994 και του άρθρου 4 του ν. 2556/1997, όπως ισχύουν.
18. Εκτελεστικό διοικητικό όργανο της Κοιν.Σ.Επ. είναι η Διοικούσα
Επιτροπή που διέπεται από το άρθρο 7 του ν. 1667/1986 (Α’ 196), με την
επιφύλαξη του παρόντος νόμου.
Άρθρο 6. Σχέσεις μεταξύ μελών και της Κoιν.Σ.Επ.
1.Η είσοδος νέων μελών επιτρέπεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 4,5 και 6
του άρθρου 2 του ν.1667/1986, όπως ισχύει και συντελείται με την εγγραφή τους
ως μέλη. Τα νέα μέλη αποκτούν μία υποχρεωτική συνεταιριστική μερίδα, η
ονομαστική αξία της οποίας δε μπορεί να είναι μικρότερη από αυτή που ορίζεται
στο καταστατικό.
2. Η απώλεια της ιδιότητας του μέλους επέρχεται με την αποχώρηση, την
αποβολή ή τη μεταβίβαση της συνεταιριστικής του μερίδας και δημιουργεί την
υποχρέωση στην Κοιν.Σ.Επ να υποβάλει θεωρημένο αντίγραφο του βιβλίου μελών στο
Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας του άρθρου 26.
3.Τα μέλη έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν από την Κοιν.Σ.Επ. με δήλωση που
υποβάλλεται εγγράφως σε αυτή τρεις τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήξη του
λογιστικού έτους και ισχύει από την αρχή του επόμενου λογιστικού έτους. Η αξία
της συνεταιριστικής μερίδας του αποχωρούντος μέλους επιστρέφεται στο αποχωρoύν
μέλος εντός τριών μηνών από την έγκριση του Ισολογισμού ή της Οικονομικής
Κατάστασης Αποτελεσμάτων της χρήσης μέσα στην οποία δηλώθηκε η αποχώρηση. Με
την επιστροφή εκκαθαρίζεται η σχέση της Κοιν.Σ.Επ. με το μέλος, χωρίς αυτό να
έχει αξίωση επί της περιουσίας που έχει σχηματιστεί. Η αποχώρηση του μέλους
ολοκληρώνεται με τη λογιστική εκκαθάριση του επόμενου λογιστικού έτους.
4. Η μεταβίβαση της υποχρεωτικής συνεταιριστικής μερίδας μέλους γίνεται
μόνο σε νέο μέλος και εγκρίνεται από το συλλογικό όργανο που προβλέπει το
καταστατικό και εν αμφιβολία από τη Διοικούσα Επιτροπή, η οποία συνεδριάζει
υποχρεωτικά για το θέμα αυτό. Επιτρέπεται η μεταβίβαση των προαιρετικών
συνεταιριστικών μερίδων σε υφιστάμενα μέλη, εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά στο
καταστατικό. Απόφαση με παράνομο ή καταχρηστικό περιεχόμενο προσβάλλεται
εντός προθεσμίας δύο μηνών ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου που
δικάζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του Κ.Πολ.Δ.
5. Η αποβολή μέλους γίνεται με απόφαση αυξημένης πλειοψηφίας 2/3 της
Γενικής Συνέλευσης, εφόσον το μέλος προέβη σε σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων
που προκύπτουν από τον παρόντα νόμο και το καταστατικό της Κοιν.Σ.Επ. και
καθίσταται μη ανεκτή η παραμονή του στην Κοιν.Σ.Επ. Το καταστατικό της Κοιν.Σ.Επ.
οφείλει να εξειδικεύει ρητά και με σαφήνεια τους λόγους αποβολής ενός μέλους. Η
απόφαση αυτή της Γενικής Συνέλευσης προσβάλλεται εντός προθεσμίας δύο μηνών
ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο δικάζει κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του Κ.Πολ.Δ.
6. Σε περίπτωση που μέλος φυσικό πρόσωπο αποβιώσει, η αξία της
συνεταιριστικής του μερίδας περιέρχεται αυτοδικαίως στον ειδικό ή καθολικό του
διάδοχο. Η ιδιότητα του μέλους είναι προσωποπαγής και δεν κληροδοτείται. Αν με
το θάνατο του φυσικού προσώπου, ο αριθμός των μελών μειώνεται κάτω των πέντε,
τότε επιβάλλεται η αντικατάστασή του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ.2 του
άρθρου 12. Άλλως, η Κοιν.Σ.Επ. λύεται αυτοδικαίως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο
11.
Σε περίπτωση που μέλος νομικό πρόσωπο λυθεί, η αξία της συνεταιριστικής
του μερίδας εγγράφεται στο ενεργητικό του και αποδίδεται σε αυτό. Κατά τα
λοιπά, εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του ν.1667/1986, όπως ισχύει.
7.Τα μέλη της ΚοινΣΕπ μπορεί να είναι και εργαζόμενοί της με σχέση
εξαρτημένης εργασίας. Αμείβονται για την παρεχόμενη εργασία και έχουν τα
δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εργατική και ασφαλιστική
νομοθεσία.
8.Απαγορεύεται η ανάθεση έργου που αφορά στον κύριο ή στους κύριους
τομείς δραστηριότητας της Κοιν.Σ.Επ. σε τρίτους ή σε μέλη της από την ΚΟΙΝΣΕΠ.
Ο κύριος ή κύριοι τομείς δραστηριότητας προκύπτουν από το καταστατικό και τους
ενεργούς Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας.
9. Η παροχή υπηρεσιών προς εξυπηρέτηση του σκοπού της Κοιν.Σ.Επ. από μέλη
της, τα οποία δεν βρίσκονται σε εργασιακή σχέση με αυτήν, είναι μη αμειβόμενη
και γίνεται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 713 επ. Α.Κ. Η σύμβαση εντολής που
συνάπτεται μεταξύ μελών και ΚοινΣΕπ οφείλει να γίνεται εγγράφως,
να περιγράφει με σαφήνεια την παρεχόμενη υπηρεσία και σε κάθε περίπτωση
δε μπορεί να υπερβαίνει τις 16 ώρες εβδομαδιαίως. Με απόφαση του Υπουργού
Εργασίας, Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Πρόνοιας ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της
εφαρμογής της παρούσας παραγράφου. Για τους Κοι.Σ.Π.Ε. εφαρμόζεται το άρθρο 12
του ν. 2716/1999.
Άρθρο 7. Σχέσεις Κοιν.Σ.Επ. με εργαζόμενους μη μέλη
1.Οι εργαζόμενοι μη μέλη δύνανται, μετά την παρέλευση ενός έτους από την
ημερομηνία πρόσληψής τους, να αιτούνται την είσοδό τους σε αυτή ως νέα μέλη,
υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 6. Η ΚοινΣΕπ υποχρεούται να
αποδίδει τις ασφαλιστικές εισφορές κάθε εργαζομένου σε αυτή στον οικείο φορέα
κοινωνικής ασφάλισης.
2.Ο αριθμός των εργαζομένων μη μελών δε μπορεί να υπερβαίνει τα 40% του
συνόλου των εργαζομένων της ΚοινΣΕπ.
Άρθρο 8. Γενική Συνέλευση
1.H τακτική Γενική Συνέλευση συγκαλείται υποχρεωτικά με σχετική απόφαση
της Διοικούσας Επιτροπής μια τουλάχιστον φορά κάθε χρόνο και σε κάθε περίπτωση
πριν την εμπρόθεσμη υποβολή της ετήσιας φορολογικής του δήλωσης. Η Κοιν.Σ.Επ.
εξάγει λογιστικό αποτέλεσμα της οικονομικής δραστηριότητας, συντάσσει
Οικονομική Κατάσταση Αποτελεσμάτων ή Ισολογισμό, υποβάλει αυτό προς έγκριση
στην Τακτική Γενική Συνέλευση και επίσης υποβάλει αυτή στο Μητρώο
Κοινωνικής Οικονομίας, εντός μηνός από την έγκριση της, με επισυναπτόμενα το
αντίγραφο πρακτικού της Γενικής Συνέλευσης, καθώς και των λοιπών στοιχείων που
προβλέπονται από το Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας.
2.Η Γενική Συνέλευση των μελών συνέρχεται εκτάκτως εφόσον υποβληθεί
σχετικό αίτημα με συγκεκριμένο θέμα προς τη Διοικούσα Επιτροπή από το 1/3 των
μελών της ΓΣ. Αν η Διοικούσα Επιτροπή αρνείται τη σύγκληση, παρά το αίτημα
τουλάχιστον του 1/3 των μελών, τα μέλη αυτά δικαιούνται να την συγκαλέσουν.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1, 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 5 και
το άρθρο 6 του ν. 1667/1986.
3.Οι αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης προσβάλλονται εντός προθεσμίας
εξήντα ημερών από τη δημοσίευσή τους ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου
δικαστηρίου, που αποφασίζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του
Κ.Πολ.Δ. Οι αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης που αντίκεινται στο καταστατικό,
συνιστούν τροποποίηση αυτού, δημοσιευτέα κατά τον παρόντα νόμο. Οι αποφάσεις
της Γενικής Συνέλευσης που αντίκεινται στον παρόντα νόμο και στο νόμο 1667/1986
είναι άκυρες και εξαρχής δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα.
Άρθρο 9. Διοικούσα Επιτροπή
1.Η Διοικούσα Επιτροπή (Δ.Ε.) αποτελείται από τουλάχιστον 3 μέλη, που
εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση, και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο ή το νόμιμο
εκπρόσωπο και τα μέλη της και σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός των μελών
της είναι περιττός αριθμός. Οι αποφάσεις λαμβάνονται πάντα με την απόλυτη
πλειοψηφία των μελών της ΔΕ. Η διάρκεια της θητείας των μελών ορίζεται
από το καταστατικό και σε κάθε περίπτωση δε μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη.
Η θητεία παρατείνεται μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 1 του άρθρου
8, εντός της οποίας πρέπει να συνέλθει η αμέσως επόμενη γενική συνέλευση των
μελών. Εφαρμόζονται ανάλογα οι παράγραφοι 7,8,9 του αρ.18 του νόμου 2190/1920,
όπως ισχύει.
2.Η Διοικούσα Επιτροπή συνεδριάζει τακτικά μία τουλάχιστον φορά το μήνα ή
όποτε κριθεί αναγκαίο από το 1/3 των μελών της, αλλά όχι λιγότερα από δύο
άτομα. Η σύγκλησή της γίνεται από τον Πρόεδρο ή νόμιμο εκπρόσωπό της κατά τα
οριζόμενα στο καταστατικό της Κοιν.Σ.Επ. Αν ο Πρόεδρος ή ο νόμιμος εκπρόσωπος
αδρανεί παρά την αναγκαιότητα, η σύγκληση διενεργείται από οποιοδήποτε μέλος
της Διοικούσας Επιτροπής.
3.Οι αποφάσεις της Διοικούσας Επιτροπής που αντίκεινται στον παρόντα
νόμο, στο ν. 1667/1986, όπως ισχύει, σε αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και
στο καταστατικό είναι ακυρώσιμες. Οι αποφάσεις της προσβάλλονται εντός
αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα ημερών από τη δημοσίευσή τους, ενώπιον του κατά
τόπον αρμοδίου δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του
Κ.Πολ.Δ. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο 7 του ν. 1667/1986, όπως ισχύει.
4.Το αξίωμα του μέλους Διοικούσας Επιτροπής είναι τιμητικό και
άμισθο.
Άρθρο 10. Αποθεματικά, Διανομή κερδών
1. Τα κέρδη της Κοιν.Σ.Επ. δε διανέμονται στα μέλη, εκτός αν αυτά είναι
εργαζόμενοι, οπότε εφαρμόζεται η παρ. 2.
2. Τα μετά τη φορολόγηση κέρδη διατίθενται ετησίως κατά ποσοστό 5% για το
σχηματισμό τακτικού αποθεματικού, κατά ποσοστό μέχρι 35% διανέμονται στους
εργαζομένους της επιχείρησης, ποσό για το οποίο δεν επιβάλλεται περαιτέρω φόρος
ούτε στη διανομή ούτε στο φυσικό πρόσωπο, και το υπόλοιπο διατίθεται για
δραστηριότητες της διευρυμένης παραγωγικής της ικανότητας και τη
δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, καθώς και για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας του
άρθρου 2. Το ποσοστό επί των κερδών που διατίθεται για δράσεις Κοινωνικής
Ωφέλειας δε μπορεί να είναι μικρότερο του 10% του υπολειπόμενου ποσού μετά τα
διανεμόμενα σε τακτικό αποθεματικό και εργαζόμενους.
3. Η παρακράτηση των κερδών, για το σχηματισμό τακτικού αποθεματικού
δύναται να σταματάει κατόπιν σχετικής απόφασης της Γενικής Συνέλευσης,
όταν το ύψος του αποθεματικού εξισωθεί με το δεκαπλάσιο της συνολικής αξίας των
συνεταιριστικών μερίδων, οπότε το αντιστοιχούν ποσοστό του 5% προσαυξάνει
τα λοιπά σχετικά ποσοστά και διατίθεται αναλόγως είτε για επανεπένδυση, είτε
για διανομή στους εργαζομένους σύμφωνα με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης.
4. Το ποσοστό του εδαφίου β' της παραγράφου 2 δε φορολογείται και
χαρακτηρίζεται ως ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό για δράσεις κοινωνικής
ωφέλειας. Το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας θα
πρέπει να παρακολουθείται σε διακριτή λογιστική μερίδα και να διατίθεται σε
αυτές τις δράσεις μέχρι το τέλος της επόμενης ετήσιας χρήσης. Οι δαπάνες που
αφορούν την ανάλωση του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού για δράσεις
κοινωνικής ωφέλειας, παρακολουθούνται διακριτά, λειτουργούν αφαιρετικά και
μέχρι ισόποσα του αποθεματικού και ως εκ τούτου δεν εκπίπτουν από τα έσοδα της
χρήσης που πραγματοποιούνται.
Σε περίπτωση που μέχρι το τέλος της επόμενης χρήσης δεν διατεθεί όλο ή
μέρος του ειδικού αποθεματικού αυτό λογίζεται ως κέρδος της τρέχουσας χρήσης
δηλαδή της επόμενης από τον σχηματισμό του.
5. Τόσο ο σχηματισμός όσο και ο απολογισμός διάθεσης του ειδικού
αφορολόγητου αποθεματικού για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας θα πρέπει να
αιτιολογείται πλήρως, επαρκώς και αναλυτικά σε ειδική έκθεση – απόφαση του
Διοικητικού Συμβουλίου. Ο σχηματισμός ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού για
δράσεις κοινωνικής ωφέλειας θα πρέπει να έχει εγκριθεί από τα 2/3 των μελών της
Γενικής Συνέλευσης.
Άρθρο 11. Λύση και εκκαθάριση
1. Η Κοιν.Σ.Επ. λύεται αν τα μέλη μειωθούν κάτω του ελάχιστου ορίου κατά
τον παρόντα νόμο. Επίσης λύεται, είτε σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 του ν.
1667/1986 είτε λόγω τελεσίδικης απόφασης του κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου, η
οποία εκδίδεται ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, αν
διαπιστωθεί η παράβαση διατάξεων του παρόντος οι οποίες αφορούν στη σύσταση και
εγγραφή της Κοιν.Σ.Επ. στο οικείο Μητρώο. Η αίτηση εκδικάζεται κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του Κ.Πολ.Δ. και, όταν η απόφαση καταστεί
τελεσίδικη, η Κοιν.Σ.Επ. διαγράφεται αυτοδικαίως από το Μητρώο Κοινωνικής
Οικονομίας.
2. Τα μέλη της Κοιν.Σ.Επ καθίστανται συνεκκαθαριστές μετά τη θέση της
Κοιν.Σ.Επ σε εκκαθάριση, κι εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά. H
Γενική Συνέλευση μπορεί να διορίσει άλλο ή και τρίτο φυσικό ή φυσικά πρόσωπα ως
εκκαθαριστές, χωρίς να δημιουργείται αξίωση αμοιβής για αυτά. Η Κοιν.Σ.Επ.
λογίζεται ότι εξακολουθεί να υφίσταται και μετά τη διάλυσή της, για όσο διαρκεί
η εκκαθάριση. Κατά την εκκαθάριση διεκπεραιώνονται οι εκκρεμείς υποθέσεις, και
ιδίως εισπράττονται οι απαιτήσεις, ρευστοποιείται η περιουσία, πληρώνονται τα
χρέη και τακτοποιούνται οι εκκρεμείς υποθέσεις της Κοιν.Σ.Επ. Αν απομένει μόνο
παθητικό, οι εκκαθαριστές προβαίνουν στην περάτωση της εκκαθάρισης. Αν απομένει
ενεργητικό, τα μέλη λαμβάνουν την ονομαστική αξία των συνεταιριστικών τους
μερίδων, ακέραιη ή αναλογικά εφόσον το εναπομείναν ποσό δεν επαρκεί. Εφόσον
ακόμη απομένει υπόλοιπο, αυτό περιέρχεται στο Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας.
3. Σε περίπτωση που οι εκκαθαριστές είναι περισσότεροι του ενός, οι
αποφάσεις αυτών λαμβάνονται κατά απόλυτη πλειοψηφία και προσβάλλονται εντός
αποκλειστικής προθεσμίας ... μηνών ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου,
που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του Κ.Πολ.Δ. Μέχρι
τελεσιδικίας της δικαστικής αυτής απόφασης, οι αποφάσεις των εκκαθαριστών
παράγουν έννομα αποτελέσματα.
4. Η με οποιοδήποτε τρόπο θέση της Κοιν.Σ.Επ σε εκκαθάριση καταχωρίζεται
αμέσως στα οικεία Μητρώα βάσει του άρθρου 791 Κ.Πολ.Δ.
5. Η ολοκλήρωση της εκκαθάρισης οδηγεί σε αυτοδίκαιη διαγραφή της
Κοιν.Σ.Επ. από τα οικεία Μητρώα.
6. Αν η Κοιν.Σ.Επ. κηρυχθεί σε πτώχευση, ακολουθείται η πτωχευτική
διαδικασία.
7. Οι με οποιοδήποτε τρόπο αδρανείς Κοιν.Σ.Επ. διαγράφονται αυτοδίκαια
από το Μητρώο του άρθρου 26.
Άρθρο 12. Αναβίωση Κοιν.Σ.Επ.
1.Αν η Κοιν.Σ.Επ. λύθηκε λόγω λήξης της διάρκειάς της ή λόγω πτώχευσης, η
οποία όμως ανακλήθηκε ή περατώθηκε µε συμβιβασμό, είναι δυνατή η αναβίωση της
µε απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος, που
καταχωρίζεται στο οικείο Μητρώο.
2.Σε περίπτωση λύσης της Κοιν.Σ.Επ επειδή τα μέλη της μειώθηκαν κάτω του
ελαχίστου ορίου, η αναβίωση είναι δυνατή, αν μέσα σε τρεις μήνες συμπληρωθεί ο
απαιτούμενος ελάχιστος αριθμός µελών και εντός της ίδιας προθεσμίας ακολουθήσει
απόφαση της γενικής συνέλευσης που συγκαλείται εκτάκτως για να εγκρίνει της
είσοδο νέων μελών και να αποφασίσει την αναβίωσή της.
3.Η απόφαση της αναβίωσης, σε κάθε περίπτωση, λαμβάνεται από το 2/3 των
μελών της Γενικής Συνέλευσης και οφείλει να καταχωρίζεται στα οικεία μητρώα.
4.Σε περίπτωση αναβίωσης θεωρείται ότι η Κοιν.Σ.Επ. δε λύθηκε ποτέ.
5.Η αναβίωση αποκλείεται όταν έχει αρχίσει η διανομή του απομένοντος
ενεργητικού στους συνεταίρους.
Άρθρο 13. Συνεταιρισμοί Εργαζομένων
1.Συνεταιρισμοί Εργαζομένων είναι εκείνοι οι Αστικοί Συνεταιρισμοί του
Ν.1667/1986, όπως ισχύει, οι οποίοι έχουν εκ του νόμου εμπορική ιδιότητα,
παράγουν «συλλογική ωφέλεια», όπως ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 2, και στους
οποίους συμμετέχουν αποκλειστικά και μόνο φυσικά πρόσωπα, τα οποία επιθυμούν να
βιοποριστούν με συλλογικό και αυτόνομο τρόπο, παράγοντας από κοινού αγαθά και
υπηρεσίες για τρίτους.
2.Το καταστατικό τους οφείλει να είναι σύμφωνο με τις αρχές της
Κοινωνικής Οικονομίας, όπως ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2, με
την εξαίρεση της απαίτησης παραγωγής «κοινωνικής ωφέλειας», όπως ορίζεται στην
παρ. 4 του άρθρου 2.
Άρθρο 14. Σύσταση Συνεταιρισμού Εργαζομένων
1.Η σύσταση ενός Συνεταιρισμού Εργαζομένων και η υπαγωγή του στις
διατάξεις του νόμου αυτού συντελείται με την επιτυχή καταχώρησή του στο ΓΕΜΗ,
το οποίο είναι η αρμόδια αρχή για τα θέματα της δημοσιότητας του Συνεταιρισμού
Εργαζομένων. Το Γενικό Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας, του άρθρου 26 του
παρόντος, είναι η αρμόδια διοικητική αρχή για την άσκηση εποπτείας, ελέγχου λειτουργείας,
αλλά και ελέγχου νομιμότητας της αρχικής καταχώρησης (εγγραφής) των
Συνεταιρισμών Εργαζομένων στο Γ.Ε.ΜΗ. Εφόσον υποβάλλεται προτυποποιημένο
καταστατικό́ του άρθρου ΧΧ, τεκμαίρεται η συμβατότητα των διατάξεών του με το
παρόντα νόμο, δεν απαιτείται έλεγχος για έγκριση από το μητρώο κοινωνικής
οικονομίας του ΥΠΕΚΑΑ και η σύσταση του μπορεί να ολοκληρωθεί από την «Υπηρεσία
Μιας Στάσης».
2.Η σχέση μεταξύ των μελών του Συνεταιρισμού Εργαζομένων, η διοίκηση, η
λειτουργία, καθώς και η λύση του διέπονται από το ν. 1667/1986 (Α’ 196), όπως
ισχύει, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο. Δεν εφαρμόζονται
το άρθρο 1, οι παράγραφοι 2, 3, 7 και 8 του άρθρου 2, οι παράγραφοι 4 και
6 του άρθρου 3, οι παράγραφοι 1 και 4 του άρθρου 4, η παράγραφος 2 του άρθρου
5, το άρθρο 8, το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του η παράγραφος 4 του
άρθρου 9, το άρθρο 13 και το άρθρο 14 του ν. 1667/1986. Όπου στο νόμο 1667/1986
αναφέρεται καταχώριση στο «Μητρώο Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου» ή «στο
Μητρώο της παραγράφου 3 του άρθρου 1» νοείται το Μητρώο του άρθρου Χ.
3.Το καταστατικό του Συνεταιρισμού Εργαζομένων πρέπει τουλάχιστον να
υπογράφεται από τρία φυσικά πρόσωπα και να περιέχει τα ακόλουθα:
αα) Την επωνυμία, την έδρα και το σκοπό του Συνεταιρισμού Εργαζομένων. Ως
έδρα ορίζεται τουλάχιστον ο δήμος. Η επωνυμία του Συνεταιρισμού Εργαζομένων
ορίζεται από το σκοπό του, και την έκταση της ευθύνης των μελών του. Ονόματα
μελών ή τρίτων δεν περιλαμβάνονται στην επωνυμία του Συνεταιρισμού Εργαζομένων.
ββ) Τα πλήρη στοιχεία της ταυτότητας ή την επωνυμία και τη διεύθυνση των
ιδρυτικών μελών.
γγ) Τους όρους εισόδου και εξόδου των μελών.
δδ) Την έκταση της ευθύνης των μελών, όπως ορίζεται στην παράγραφο Χ.
εε) Το ύψος της συνεταιριστικής μερίδας.
στστ) Τον ορισμό του προσωρινού Διοικητικού Συμβουλίου που θα μεριμνήσει
για την έγκρισή του και τη σύγκλιση της πρώτης γενικής συνέλευσης για ανάδειξη
των οργάνων διοίκησης του Συνεταιρισμού Εργαζομένων.
Για λοιπά στοιχεία, το καταστατικό μπορεί να παραπέμπει στις διατάξεις
των οικείων νόμων.
4. Από την εγγραφή, η οποία περιλαμβάνει και την καταχώριση του
καταστατικού στο Μητρώο του άρθρου 26, ο Συνεταιρισμός Εργαζομένων αποκτά
νομική προσωπικότητα και εμπορική ιδιότητα.
5. Στο Συνεταιρισμό Εργαζομένων η ιδιότητα του μέλους ταυτίζεται με την
ιδιότητα του εργαζόμενου. Το μέλος ενός Συνεταιρισμού Εργαζομένων δε μπορεί να
είναι μέλος και άλλου Συνεταιρισμού Εργαζομένων.
6. Το σύστημα αμοιβών και οι όροι εργασίας των μελών καθορίζεται από το
καταστατικό ή ειδικές ρυθμίσεις εγκεκριμένες από τη Γενική Συνέλευση. Ως προς
τις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις, τα μέλη του Συνεταιρισμού Εργαζομένων
υπάγονται αναλογικά στις ρυθμίσεις της παρ. 1, 2, 3 του άρθρου 39 και της παρ.
2 του άρθρου 41 του Ν. 4387/16 (ΦΕΚ 85 Α΄).
7. Στη σφραγίδα, στα έντυπα, στα έγγραφα και στις συμβάσεις που συνάπτει
ένας Συν. Εργ. αναγράφεται υποχρεωτικά ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου, ο
αριθμός Γ.ΕΜ.Η. και ο Αριθμός Γενικού Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας
(Α.Γε.Μ.Κ.Ο.), οι οποίοι του αποδίδονται κατά τη σύστασή του και όποιο άλλο
στοιχείο προβλέπει η υπόλοιπη νομοθεσία.
8.Κάθε Συνεταιρισμός Εργαζομένων υποχρεούται να αναρτά δημόσια σε
ηλεκτρονική σελίδα τον ετήσιο προγραμματισμό, τον ετήσιο απολογισμό και τον
ετήσιο ισολογισμό, εγκεκριμένους από την Γενική Συνέλευση των μελών του, το
αργότερο εντός ενός μήνα από τη συνεδρίασή της.
9. Το κεφάλαιο της επιχείρησης διαιρείται σε συνεταιριστικές μερίδες. Ο
αριθμός των μερίδων και η ονομαστική τους αξία, η οποία είναι ίδια για κάθε
μερίδα, καθορίζονται στο καταστατικό της επιχείρησης και σε κάθε περίπτωση το
ύψος της κάθε συνεταιριστικής μερίδας δε μπορεί να είναι κατώτερο των 100
Ευρώ.
10.Τα μέλη του Συνεταιρισμού Εργαζομένων διαθέτουν μία υποχρεωτική
συνεταιριστική μερίδα, ως ελάχιστη συμμετοχή στο κεφάλαιο της επιχείρησης και
είναι ίση για όλα τα μέλη. Στο καταστατικό μπορεί να προβλέπεται η απόκτηση
μέχρι τριών προαιρετικών μερίδων χωρίς δικαίωμα ψήφου.
11. Η απόκτηση συνεταιριστικών μερίδων πραγματοποιείται με καταβολή
μετρητών, καθώς και με την εισφορά κινητής ή και ακίνητης περιουσίας,
εφόσον αυτό περιγράφεται ρητά στο καταστατικό.
12.Το μέλος του Συνεταιρισμού Εργαζομένων ευθύνεται έναντι των δανειστών
του επικουρικά και μέχρι του ποσού που κατέβαλε για την απόκτηση της
συνεταιριστικής του μερίδας. Ο νόμιμος εκπρόσωπος του Συνεταιρισμού Εργαζομένων
ευθύνεται επικουρικά, προσωπικά και πλήρως για τις οφειλές του
Συνεταιρισμού Εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 31 του ν.4321/2015, του άρθρου
115 του ν.2238/1994 και του άρθρου 4 του ν. 2556/1997, όπως ισχύουν.
13.Εκτελεστικό όργανο του Συνεταιρισμού Εργαζομένων μπορεί να είναι
κάθε μέλος του ΔΣ, αναλόγως της πρόβλεψης του καταστατικού, και εν αμφιβολία το
ΔΣ από κοινού. Κατά τα λοιπά, το ΔΣ διέπεται από το άρθρο 7 του ν. 1667/1986
(Α’ 196), με την επιφύλαξη του παρόντος νόμου.
Άρθρο 15. Σχέσεις μελών με το Συνεταιρισμό Εργαζομένων
1.Η είσοδος νέων μελών επιτρέπεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 4,5,6 του
άρθρου 2 του ν.1667/1986, όπως ισχύει και συντελείται με την εγγραφή τους ως
μέλη. Τα νέα μέλη αποκτούν μία υποχρεωτική συνεταιριστική μερίδα, η αξία
της οποίας δε μπορεί να είναι μικρότερη από αυτή που ορίζεται στο καταστατικό.
2. Η αποχώρηση μέλους ή η είσοδος νέου μέλους με ένταξη, καταχωρίζεται
ηλεκτρονικά στο πληροφορικό σύστημα του Μητρώου και ολοκληρώνεται με την
υποβολή ή ηλεκτρονική ανάρτηση στο Μητρώο του αποδεικτικού για την τραπεζική
καταβολή του χρηματικού ποσού της εισφοράς του νέου μέλους και υπεύθυνης
δήλωσής περί μη συμμετοχής του σε άλλο Συνεταιρισμό Εργαζομένων..
2. Η απώλεια της ιδιότητας του μέλους επέρχεται με την αποχώρηση, την
αποβολή ή τη μεταβίβαση της συνεταιριστικής του μερίδας.
3.Τα μέλη έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν από το Συνεταιρισμό
Εργαζομένων με δήλωση που υποβάλλεται εγγράφως στον Συνεταιρισμό
Εργαζομένων τρεις τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήξη του λογιστικού έτους και
ισχύει από την αρχή του επόμενου λογιστικού έτους. Η αξία κάθε συνεταιριστικής
μερίδας του αποχωρούντος μέλους επιστρέφεται σε αυτό εντός τριών μηνών από την
έγκριση του Ισολογισμού ή της Οικονομικής Κατάστασης Αποτελεσμάτων μέσα στην
οποία δηλώθηκε η αποχώρηση. Με την επιστροφή εκκαθαρίζεται η σχέση του
Συνεταιρισμού Εργαζομένων με το μέλος, χωρίς αυτό να έχει αξίωση επί της
περιουσίας που έχει σχηματιστεί. Η αποχώρηση του μέλους ολοκληρώνεται με τη
λογιστική εκκαθάριση του επόμενου λογιστικού έτους.
4. Η μεταβίβαση της υποχρεωτική συνεταιριστικής μερίδας μέλους γίνεται
μόνο σε νέο μέλος και εγκρίνεται από το συλλογικό όργανο που προβλέπει το
καταστατικό και εν αμφιβολία από το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο συνεδριάζει
υποχρεωτικά για το θέμα αυτό. Επιτρέπεται η μεταβίβαση των προαιρετικών συνεταιριστικών
μερίδων σε υφιστάμενα μέλη, εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά στο καταστατικό.
Απόφαση με παράνομο ή καταχρηστικό περιεχόμενο προσβάλλεται εντός
προθεσμίας δύο μηνών ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου που δικάζει με
τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του Κ.Πολ.Δ.
5. Η αποβολή μέλους γίνεται με απόφαση αυξημένης πλειοψηφίας 2/3 της
Γενικής Συνέλευσης, εφόσον το μέλος προέβη σε σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων
που προκύπτουν από τον παρόντα νόμο και το καταστατικό του Συν. Εργ. και καθίσταται
μη ανεκτή η παραμονή του σε αυτόν. Το καταστατικό του Συν. Εργ οφείλει να
εξειδικεύει ρητά και με σαφήνεια τους λόγους αποβολής ενός μέλους. Η απόφαση
αυτή της Γενικής Συνέλευσης προσβάλλεται εντός προθεσμίας δύο μηνών ενώπιον του
κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων του Κ.Πολ.Δ.
6. Σε περίπτωση που μέλος φυσικό πρόσωπο αποβιώσει, η αξία της
συνεταιριστικής του μερίδας περιέρχεται αυτοδικαίως στον ειδικό ή καθολικό του
διάδοχο. Η ιδιότητα του μέλους είναι προσωποπαγής και δεν κληροδοτείται. Αν με
το θάνατο του φυσικού προσώπου, ο αριθμός των μελών μειώνεται κάτω των τριών,
τότε επιβάλλεται η αντικατάστασή του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ.2 του
άρθρου 21. Άλλως, ο Συνεταιρισμός Εργαζομένων λύεται αυτοδικαίως, κατά τα
οριζόμενα στο άρθρο 20.
7. Απαγορεύεται η ανάθεση έργου που αφορά στον κύριο/ κύριους τομείς
δραστηριότητας του Συνεταιρισμού Εργαζομένων σε μέλη του ή σε τρίτους. Ο κύριος
ή κύριοι τομείς δραστηριότητας προκύπτουν από το καταστατικό και τους ενεργούς
Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας.
Άρθρο 16. Σχέσεις Συνεταιρισμού Εργαζομένων με εργαζόμενους μη μέλη
1.Ο Συνεταιρισμός Εργαζομένων δύναται να προσλαμβάνει εργαζόμενους με
σχέση εξαρτημένης εργασίας, χωρίς αυτοί να καθίστανται μέλη του. Οι εργαζόμενοι
μη μέλη δύνανται, μετά την παρέλευση ενός έτους από την ημερομηνία πρόσληψής
τους, να αιτούνται την είσοδό τους σε αυτόν ως νέα μέλη, υπό τις προϋποθέσεις
της παραγράφου 1 του άρθρου 14. Ο Συνεταιρισμός Εργαζομένων υποχρεούται να αποδίδει
τις ασφαλιστικές εισφορές κάθε εργαζομένου σε αυτόν στο οικείο ταμείο υπαγωγής
του.
2.Ο αριθμός των εργαζόμενων μη μελών δε μπορεί να υπερβαίνει το 25% του
αριθμού των μελών.
Άρθρο 17.Γενική Συνέλευση
1.H τακτική Γενική Συνέλευση συγκαλείται υποχρεωτικά με σχετική απόφαση
του Διοικητικού Συμβουλίου ή του νομίμου εκπροσώπου, σε περίπτωση που δεν
εκλεγεί ΔΣ, μια τουλάχιστον φορά κάθε χρόνο και σε κάθε περίπτωση πριν την
εμπρόθεσμη υποβολή της ετήσιας φορολογικής του δήλωσης. Ο Συνεταιρισμός
Εργαζομένων εξάγει λογιστικό αποτέλεσμα της οικονομικής δραστηριότητας,
συντάσσει Οικονομική Κατάσταση Αποτελεσμάτων ή Ισολογισμού, υποβάλει αυτή προς
έγκριση στην Τακτική Γενική Συνέλευση και επίσης υποβάλει αυτή στο Μητρώο
Κοινωνικής Οικονομίας, εντός μηνός από την έγκριση της, με επισυναπτόμενα το
αντίγραφο πρακτικού της Γενικής Συνέλευσης, καθώς και των λοιπών στοιχείων που
προβλέπονται από το Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας.
2.Η Γενική Συνέλευση των μελών συνέρχεται εκτάκτως εφόσον υποβληθεί
σχετικό αίτημα με συγκεκριμένο θέμα προς το Διοικητικό Συμβούλιο του
Συνεταιρισμού ή τον νόμιμο εκπρόσωπο από το 1/3 των μελών της Γενικής
Συνέλευσης. Αν το Διοικητικό Συμβούλιο ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αρνείται τη
σύγκληση, παρά το αίτημα τουλάχιστον του 1/3 των μελών, τα μέλη αυτά
δικαιούνται να την συγκαλέσουν. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1, 3,
4, 5, 6 και 7 του άρθρου 5 και το άρθρο 6 του ν. 1667/1986.
3.Οι αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης προσβάλλονται εντός προθεσμίας
εξήντα ημερών από τη δημοσίευσή τους ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου
δικαστηρίου, που αποφασίζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του
Κ.Πολ.Δ. Οι αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης που αντίκεινται στον παρόντα νόμο,
στο ν. 1667/1986 ή στο καταστατικό του Συνεταιρισμού Εργαζομένων είναι άκυρες
και εξαρχής δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα.
Άρθρο 18. Διοικητικό Συμβούλιο
1.Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από τουλάχιστον 3 μέλη, που
εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση, και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και τα μέλη
του και σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός των μελών του είναι περιττός. Οι
αποφάσεις λαμβάνονται πάντα με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του Διοικητικού
Συμβουλίου. Η διάρκεια της θητείας των μελών ορίζεται από το καταστατικό
και σε κάθε περίπτωση δε μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη. Η θητεία
παρατείνεται μέχρι τη λήξη της προθεσμίας των τριών μηνών της παραγράφου 1 του
άρθρου 19, εντός της οποίας πρέπει να συνέλθει η αμέσως επόμενη γενική
συνέλευση των μελών. Εφαρμόζονται ανάλογα οι παράγραφοι 7,8,9 του αρ.18 του
νόμου 2190/1920, όπως ισχύει.
2.Το Διοικητικό Συμβούλιο συνεδριάζει τακτικά μία τουλάχιστον φορά το
μήνα ή όποτε κριθεί αναγκαίο από το 1/3 των μελών του, αλλά όχι λιγότερα από
δύο άτομα. Η σύγκλησή του γίνεται από τον Πρόεδρό του κατά τα οριζόμενα στο
καταστατικό του Συνεταιρισμού Εργαζομένων. Αν ο Πρόεδρος αδρανεί παρά την
αναγκαιότητα, η σύγκληση διενεργείται από οποιοδήποτε μέλος του Διοικητικού
Συμβουλίου.
3.Οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου που αντίκεινται στον παρόντα
νόμο, στο ν. 1667/1986, όπως ισχύει, σε αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και
στο καταστατικό είναι ακυρώσιμες και παράγουν έννομα αποτελέσματα μέχρι
τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης. Οι αποφάσεις του προσβάλλονται εντός
αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από τη δημοσίευσή τους ενώπιον του κατά
τόπον αρμοδίου δικαστηρίου που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών
μέτρων του Κ.Πολ.Δ.. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο 7 του ν. 1667/1986,
όπως ισχύει.
4.Το αξίωμα του μέλους Διοικητικού Συμβουλίου είναι τιμητικό και άμισθο.
5.Σε περίπτωση που ο Συν. Εργ. έχει τρία μέλη, τα μέλη του
δύνανται, αντί ΔΣ, να εκλέξουν διαχειριστή - νόμιμο εκπρόσωπο, ο οποίος
αναλαμβάνει όλες τις αρμοδιότητες του ΔΣ.
Άρθρο 19. Αποθεματικά, Διανομή κερδών
1. Τα μετά τη φορολόγηση κέρδη διατίθενται ετησίως κατά ποσοστό 5% για το
σχηματισμό τακτικού αποθεματικού, κατά ποσοστό μέχρι 35% διανέμονται στους
εργαζομένους της επιχείρησης, ποσό για το οποίο δεν επιβάλλεται περαιτέρω φόρος
ούτε στη διανομή ούτε στο φυσικό πρόσωπο, και το υπόλοιπο διατίθεται για
δραστηριότητες της διευρυμένης παραγωγικής της ικανότητας και τη
δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, καθώς και για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας του
άρθρου 2. Το ποσοστό επί των κερδών που διατίθεται για δράσεις Κοινωνικής
Ωφέλειας δε μπορεί να είναι μικρότερο του 10% του υπολειπόμενου ποσού μετά τα
διανεμόμενα σε τακτικό αποθεματικό και εργαζόμενους.
2. Η παρακράτηση των κερδών, για το σχηματισμό τακτικού αποθεματικού
δύναται να σταματάει κατόπιν σχετικής απόφασης της Γενικής Συνέλευσης,
όταν το ύψος του αποθεματικού εξισωθεί με το δεκαπλάσιο της συνολικής αξίας των
συνεταιριστικών μερίδων, οπότε το αντιστοιχούν ποσοστό του 5% προσαυξάνει
τα λοιπά σχετικά ποσοστά και διατίθεται αναλόγως είτε για επανεπένδυση, είτε
για διανομή στους εργαζομένους σύμφωνα με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης.
3. Το ποσοστό του εδαφίου β' της παραγράφου 1 δε φορολογείται και
χαρακτηρίζεται ως ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό για δράσεις κοινωνικής
ωφέλειας. Το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας θα
πρέπει να παρακολουθείται σε διακριτή λογιστική μερίδα και να διατίθεται σε
αυτές τις δράσεις μέχρι το τέλος της επόμενης ετήσιας χρήσης. Οι δαπάνες που
αφορούν την ανάλωση του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού για δράσεις
κοινωνικής ωφέλειας, παρακολουθούνται διακριτά, λειτουργούν αφαιρετικά και
μέχρι ισόποσα του αποθεματικού και ως εκ τούτου δεν εκπίπτουν από τα έσοδα της
χρήσης που πραγματοποιούνται.
Σε περίπτωση που μέχρι το τέλος της επόμενης χρήσης δεν διατεθεί όλο ή
μέρος του ειδικού αποθεματικού αυτό λογίζεται ως κέρδος της τρέχουσας χρήσης
δηλαδή της επόμενης από τον σχηματισμό του.
Τόσο ο σχηματισμός όσο και ο απολογισμός διάθεσης του ειδικού αφορολόγητου
αποθεματικού για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας θα πρέπει να αιτιολογείται πλήρως,
επαρκώς και αναλυτικά σε ειδική έκθεση – απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Ο
σχηματισμός ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού για δράσεις κοινωνικής ωφέλειας
θα πρέπει να έχει εγκριθεί από τα 2/3 των μελών της Γενικής Συνέλευσης.
Άρθρο 20. Λύση και εκκαθάριση
1. Ο Συνεταιρισμός Εργαζομένων λύεται αν τα μέλη μειωθούν κάτω του
ελάχιστου ορίου κατά τον παρόντα νόμο. Επίσης λύεται, είτε σύμφωνα με τα άρθρα
10 και 11 του ν. 1667/1986 είτε λόγω τελεσίδικης απόφασης του κατά τόπον
αρμοδίου δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει
έννομο συμφέρον, αν διαπιστωθεί η παράβαση διατάξεων του παρόντος οι οποίες
αφορούν στη σύσταση και εγγραφή του Συνεταιρισμού στο οικείο Μητρώο. Η αίτηση
εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του Κ.Πολ.Δ. και, όταν η
απόφαση καταστεί τελεσίδικη, ο Συνεταιρισμός διαγράφεται αυτοδικαίως από το
Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας.
2. Τα μέλη του Συνεταιρισμού Εργαζομένων καθίστανται συνεκκαθαριστές μετά
τη θέση του σε εκκαθάριση, κι εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει
διαφορετικά. H Γενική Συνέλευση μπορεί να διορίσει άλλο ή και τρίτο φυσικό ή
φυσικά πρόσωπα ως εκκαθαριστές, χωρίς να δημιουργείται αξίωση αμοιβής για αυτά.
Ο Συνεταιρισμός Εργαζομένων λογίζεται ότι εξακολουθεί να υφίσταται και μετά τη
διάλυσή του, για όσο διαρκεί η εκκαθάριση. Κατά την εκκαθάριση διεκπεραιώνονται
οι εκκρεμείς υποθέσεις, και ιδίως εισπράττονται οι απαιτήσεις, ρευστοποιείται η
περιουσία, πληρώνονται τα χρέη και τακτοποιούνται οι εκκρεμείς υποθέσεις του
Συνεταιρισμού Εργαζομένων. Αν απομένει μόνο παθητικό, οι εκκαθαριστές
προβαίνουν στην περάτωση της εκκαθάρισης. Αν απομένει ενεργητικό, τα μέλη
λαμβάνουν την ονομαστική αξία των συνεταιριστικών τους μερίδων, ακέραιη ή
μειωμένες αναλογικά προς το εναπομείναν ποσό. Εφόσον ακόμη απομένει υπόλοιπο,
αυτό περιέρχεται στο Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας.
3. Σε περίπτωση που οι εκκαθαριστές είναι περισσότεροι του ενός, οι
αποφάσεις αυτών λαμβάνονται κατά απόλυτη πλειοψηφία και προσβάλλονται εντός
αποκλειστικής προθεσμίας ... μηνών ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου,
που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του Κ.Πολ.Δ. Μέχρι
τελεσιδικίας της δικαστικής αυτής απόφασης, οι αποφάσεις των εκκαθαριστών
παράγουν έννομα αποτελέσματα.
4. Η με οποιοδήποτε τρόπο θέση του Συνεταιρισμού Εργαζομένων σε
εκκαθάριση καταχωρίζεται αμέσως σε όλα τα εκ του νόμου προβλεπόμενα μητρώα
βάσει του άρθρου 791 Κ.Πολ.Δ.
5. Η ολοκλήρωση της εκκαθάρισης οδηγεί σε αυτοδίκαιη διαγραφή του
Συνεταιρισμού Εργαζομένων από τα οικεία Μητρώα.
6. Αν ο Συνεταιρισμός Εργαζομένων κηρυχθεί σε πτώχευση, ακολουθείται η
πτωχευτική διαδικασία.
7.Η με οποιοδήποτε τρόπο αδρανείς Συνεταιρισμοί Εργαζομένων διαγράφονται
αυτοδίκαια από το Μητρώο του άρθρου 26.
Άρθρο 21. Αναβίωση Συνεταιρισμού Εργαζομένων
1.Αν ο Συνεταιρισμός Εργαζομένων λύθηκε λόγω λήξης της διάρκειάς του ή
λόγω πτώχευσης, η οποία όμως ανακλήθηκε ή περατώθηκε µε συμβιβασμό, είναι
δυνατή η αναβίωση της µε απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, υπό τις προϋποθέσεις
του παρόντος, που καταχωρίζεται στο οικείο Μητρώο.
2.Σε περίπτωση λύσης του Συνεταιρισμού Εργαζομένων επειδή τα μέλη του
μειώθηκαν κάτω του ελαχίστου ορίου, η αναβίωση είναι δυνατή, αν μέσα σε τρεις
μήνες συμπληρωθεί ο απαιτούμενος ελάχιστος αριθμός µελών και εντός της ίδιας
προθεσμίας ακολουθήσει απόφαση της γενικής συνέλευσης που συγκαλείται εκτάκτως
για να εγκρίνει την είσοδο νέων μελών και να αποφασίσει την αναβίωσή του.
3.Η απόφαση της αναβίωσης, σε κάθε περίπτωση, λαμβάνεται από το 2/3 των
μελών της Γενικής Συνέλευσης και οφείλει να καταχωρίζεται σε όλα τα αναγκαία
μητρώα.
4.Σε περίπτωση αναβίωσης θεωρείται ότι ο Συνεταιρισμός Εργαζομένων δε
λύθηκε ποτέ.
5.Η αναβίωση αποκλείεται όταν έχει αρχίσει η διανομή υπολοίπου στους
συνεταίρους.
Άρθρο 22. Πόροι και οικονομικά κίνητρα για τις Κοιν.Σ.Επ. και τους
Συνεταιρισμούς Εργαζομένων
1.Ως πόροι των Κοιν.Σ.Επ. και των Συνεταιρισμών Εργαζομένων νοούνται το
κεφάλαιο της επιχείρησης, κάθε έσοδο από την επιχειρηματική τους δραστηριότητα
και από την αξιοποίηση της περιουσίας τους. Πέραν αυτών, πόροι δύνανται να
είναι δωρεές τρίτων, επιχορηγήσεις από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, την
Ευρωπαϊκή Ένωση, διεθνείς ή εθνικούς οργανισμούς ή Οργανισμούς Τοπικής
Αυτοδιοίκησης Α’ και Β’ βαθμού, έσοδα από άλλα προγράμματα, κεφάλαια από
κληροδοτήματα, δωρεές και παραχωρήσεις της χρήσης περιουσιακών στοιχείων.
2. Εργαζόμενοι στους Συνεταιρισμούς Εργαζομένων και στις Κοιν.Σ.Επ., οι
οποίοι ανήκουν στις Ευάλωτες Ομάδες Πληθυσμού και λαμβάνουν επίδομα πρόνοιας ή
επιδόματα επανένταξης ή οποιασδήποτε μορφής νοσήλιο ή παροχή ή σύνταξη ως
έμμεσα ασφαλισμένοι, συνεχίζουν να εισπράττουν τις παροχές αυτές ταυτόχρονα με
την αμοιβή τους από την Κοιν.Σ.Επ. ή το Συνεταιρισμό Εργαζομένων.
Κεφάλαιο 3. Προώθηση των Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας
Άρθρο 23. Ενώσεις Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας
1. Δέκα (10) τουλάχιστον Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας που
διέπονται από τον παρόντα νόμο μπορούν να συστήσουν Ένωση Φορέων Κοινωνικής και
Αλληλέγγυας Οικονομίας. H Ένωση αυτή δεν έχει εμπορική ιδιότητα και σκοπός της
είναι η προαγωγή και διάδοση των δραστηριοτήτων συλλογικής και κοινωνικής
ωφέλειας των μελών της και η ανάπτυξη των αρχών της κοινωνικής οικονομίας. Η
Γενική Συνέλευση της Ένωσης απαρτίζεται από τους αντιπροσώπους των Φορέων
Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας - μελών. Κάθε Φορέας Κοινωνικής και
Αλληλέγγυας Οικονομίας εκπροσωπείται στη Γενική Συνέλευση της Ένωσης από έναν
αντιπρόσωπο και κάθε αντιπρόσωπος έχει μία ψήφο.
2.Για τη σύσταση Ένωσης απαιτείται απόφαση των γενικών συνελεύσεων των
Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, που επιθυμούν τη σύστασή της,
καθώς και σύνταξη, υπογραφή και έγκριση του καταστατικού της. Έδρα της Ένωσης
είναι ο δήμος όπου είναι εγκατεστημένη η διοίκησή της. Η περιφέρεια της Ένωσης
ορίζεται από το καταστατικό της. Στην επωνυμία αναφέρεται η έδρα της Ένωσης. Η
επωνυμία πρέπει να διακρίνεται από την επωνυμία άλλης Ένωσης με την ίδια έδρα.
Το καταστατικό της Ένωσης εγκρίνεται από το αρμόδιο δικαστήριο της έδρας της.
2. Για την έγκριση του καταστατικού κατατίθεται από το προσωρινό
διοικητικό συμβούλιο αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο, η οποία εκδικάζεται κατά τη
διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.
3. Αν το καταστατικό δεν είναι σύννομο, το αρμόδιο δικαστήριο
αναβάλλει τη λήψη της απόφασης και εκδίδει μη οριστική απόφαση με την οποία
καλεί το προσωρινό διοικητικό συμβούλιο να προβεί στις απαραίτητες διορθώσεις ή
να συμπληρώσει τις ελλείψεις μέσα σε δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες, από τη
δημοσίευση της παραπάνω αποφάσεως. Στη συνέχεια εκδίδεται η απόφαση του
Ειρηνοδικείου. Εάν με την απόφαση γίνει δεκτή η αίτηση, καταχωρείται το
καταστατικό στο Βιβλίο Ενώσεων, που τηρείται στο Ειρηνοδικείο, με μνεία του
αριθμού της σχετικής απόφασης. Από την καταχώρηση αυτήν, η Ένωση αποκτά νομική
προσωπικότητα. Η ίδια διαδικασία τηρείται και για την τροποποίηση του
καταστατικού. Κυρωμένο αντίγραφο της εγκριτικής απόφασης του Ειρηνοδικείου και
του καταστατικού αποστέλλει η Γραμματεία του Ειρηνοδικείου στην εποπτεύουσα
αρχή, εντός ενός (1) μηνός από την καταχώρηση της απόφασης.
4.Κατά της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί έφεση στο
αρμόδιο δικαστήριο.
5.Το καταστατικό της Ένωσης καταρτίζεται με ιδιωτικό έγγραφο, που
χρονολογείται και υπογράφεται από τα ιδρυτικά μέλη που εκπροσωπούν τους Φορείς
Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας που επιθυμούν τη σύσταση της Ένωσης και
για να είναι έγκυρο πρέπει να καθορίζει τουλάχιστον:
α) Το ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, η επωνυμία και έδρα των
ιδρυτικών μελών
β) Την επωνυμία, την έδρα και την περιφέρεια της Ένωσης.
γ) Το σκοπό και τις δραστηριότητες της Ένωσης.
δ) Τις προϋποθέσεις εισόδου, εξόδου και διαγραφής των μελών, καθώς
και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών.
ε) Τους όρους σύγκλησης και λειτουργίας και τις αρμοδιότητες των
οργάνων διοίκησης (Γενική Συνέλευση, Διοικητικό Συμβούλιο).
στ) Τη χρονική διάρκεια της Ένωσης.
ζ) Τον ορισμό προσωρινής διοίκησης για την έγκριση του καταστατικού και
το χρόνο σύγκλησης της πρώτης γενικής συνέλευσης, για την ανάδειξη των οργάνων
διοίκησης.
η) Τον τρόπο ορισμού των ελεγκτών.
θ) Τη λύση και εκκαθάριση της Ένωσης.
6.Το καταστατικό μπορεί επίσης να προβλέπει και να ρυθμίζει θέματα που
δεν ρυθμίζονται με το νόμο αυτόν.
Άρθρο 24. Υποστηρικτικά μέτρα για τους Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας
Οικονομίας
1.Οι Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας μετέχουν σε
υποστηρικτικά μέτρα για την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία, εφόσον είναι
καταχωρημένοι ως τέτοιοι στο Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας του άρθρου 26, που
τηρείται στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης.
2. Οι Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, με την εγγραφή τους
στο Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας του άρθρου 26 έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση
από το Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας, το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας
και Ανάπτυξης, σύμφωνα με την περίπτωση γ’ της παραγράφου 1 του
άρθρου 4 του Άρθρου Δεύτερου του ν. 3912/2011 (Α’ 17), όπως ισχύει, και
δύνανται να υπάγονται στις διατάξεις του ν. 3908/2011 (Α’ 8), όπως ισχύουν, και
απολαμβάνουν των Υποστηρικτικών Μέτρων του παρόντος άρθρου.
3.Οι Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας που ασκούν
επιχειρηματική δραστηριότητα μπορούν να εντάσσονται σε προγράμματα στήριξης της
επιχειρηματικότητας και σε προγράμματα του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού
Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) για τη στήριξη της εργασίας.
4. Οι Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας δύνανται να
συμπράττουν δημιουργώντας κοινοπραξίες, αστικούς συνεταιρισμούς, καθώς και
ευρωπαϊκούς συνεταιρισμούς ή ευρωπαϊκούς ομίλους. Σε περίπτωση δημιουργίας
δικτύου οικονομικής συνεργασίας, αυτό οφείλει να έχει διακριτή νομική
προσωπικότητα. Για τη συνεργασία απαιτείται απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής ή
του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα.
5. Οι ΟΤΑ α' και β' βαθμού καθώς και τα επιμέρους Υπουργεία δύνανται να
παραχωρούν τη χρήση κινητής και ακίνητης περιουσίας τους σε Φορείς Κοινωνικής
και Αλληλέγγυας Οικονομίας για την ενίσχυση δραστηριοτήτων Συλλογικής και
Κοινωνικής ωφέλειας, όπως περιγράφονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 2.
Οι λεπτομέρειες αυτού ρυθμίζονται με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Υπουργείου
Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης.
6. Οι Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας μπορούν να συνάπτουν
προγραμματικές συμβάσεις με αντισυμβαλλόμενους το Δημόσιο ή τον ευρύτερο
δημόσιο τομέα και τους Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, για την υλοποίηση
δράσεων που αναφέρονται στους καταστατικούς σκοπούς των αντισυμβαλλομένων,
τηρουμένων, κατά τα λοιπά, των αναφερομένων στο άρθρο 100 του ν. 3852/2010 (Α’
87), όπως ισχύουν.
7. Ο Φορέας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας δεν έχει ασφαλιστικές ή
φορολογικές υποχρεώσεις προς τα μη μέλη που λειτουργούν ως εθελοντές, εφ` όσον
πληρούνται σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις:
α. Η εθελοντική δράση δεν αφορά τον κύριο τομέα δραστηριοτήτων του Φορέα.
β. Από την εθελοντική δράση δεν παράγονται άμεσα έσοδα για το
Φορέα.
γ. Η δράση έχει προαποφασισθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο ή τη Διοικούσα
Επιτροπή του Φορέα, περίληψη και πρόγραμμα της οποίας καταγράφεται στα πρακτικά
του.
δ. Υπάρχει διακριτό πρόγραμμα και πρόσκληση για την δράση, που έχει
προδημοσιευτεί ευρέως και κατ` ελάχιστο στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα του Φορέα ή
σε άλλη ευρείας ανάγνωσης.
ε. Πριν την έναρξη της δράσης έχουν καταχωρηθεί στο Μητρώο Εθελοντών του
Φορέα, τα απαιτούμενα αναγνωρίσιμα ατομικά στοιχεία των προσώπων, που θα
προσφέρουν εθελοντικά υπηρεσίες για την υλοποίηση της δράσης.
7.Οι Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, με την εγγραφή τους
στο Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας, έχουν πρόσβαση και υποχρεούνται ετησίως να
συμπληρώνουν το "Εργαλείο Μέτρησης Κοινωνικού Αντικτύπου", οι
λεπτομέρειες για τη δημιουργία και χρήση του οποίου ρυθμίζονται με Απόφαση του
Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Άρθρο 25. Έλεγχος και κυρώσεις επί των Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας
Οικονομίας
1. Οι υπάλληλοι της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας και
Κοινωνικής Ασφάλισης για την τήρηση του Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας του
άρθρου Χ, καθώς και οι υπάλληλοι των Διευθύνσεων Ανωνύμων Εταιριών των
Περιφερειών έχουν την αρμοδιότητα: α) να καλούν τους εκπροσώπους των Φορέων
Κοινωνικής Οικονομίας να παρέχουν έγγραφα και πληροφορίες, β) να έχουν πρόσβαση
κατά τους ελέγχους σε έγγραφα και άλλα στοιχεία που τηρούνται σε οποιαδήποτε
μορφή (έγγραφη, ηλεκτρονική, μαγνητική ή άλλη), στην εγκατάστασή τους, εφόσον αυτά
δεν εμπίπτουν κατά προφανή τρόπο σε επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο και δεν
συνιστούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και γ) να ενεργούν έρευνες στους χώρους
τους και να προβαίνουν σε κατασχέσεις εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων και των
ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης, εφόσον τούτο επιβάλλεται για τον έλεγχο των
παραβιάσεων. Οι έρευνες και οι έλεγχοι από υπαλλήλους της αρμόδιας υπηρεσίας
διενεργούνται υπό τις εγγυήσεις του άρθρου 9 του Συντάγματος και των σχετικών
διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
2. Η Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή
αποστέλλει στην αρμόδια Υπηρεσία τήρησης του Μητρώου, καθώς και στις κατά τόπον
και κατά περίπτωση αρμόδιες υπηρεσίες των Περιφερειών, αναλυτικό δελτίο
καταγεγραμμένων καταγγελιών με τυχόν παραβάσεις των διατάξεων του ν. 2251/1994
(Α’ 191), όπως ισχύει, από τους Φορείς Κοινωνικής Οικονομίας. Οι ανωτέρω
αρμόδιες υπηρεσίες υποχρεούνται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα να εφαρμόσουν
τις διαδικασίες ελέγχου και κυρώσεων του παρόντος άρθρου και να ενημερώσουν
σχετικά την αρμόδια Υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή.
3. Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων, με απόφαση του κατά τόπον αρμόδιου
Περιφερειάρχη, μετά από εισήγηση της αρμόδιας Υπηρεσίας, όπου τηρείται το
Μητρώο του άρθρου 26, επιβάλλεται σε βάρος των Φορέων Κοινωνικής και
Αλληλέγγυας Οικονομίας, που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος, πρόστιμο,
τα κριτήρια επιμέτρησης του οποίου ορίζονται με Υπουργική Απόφαση του Υπουργού
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και περιλαμβάνουν το
όφελος που παρανόμως αποκόμισε από την απόλαυση των ευεργετικών διατάξεων που
προβλέπονται στον παρόντα νόμο. Σε περίπτωση υποτροπής το Μητρώο Κοινωνικής
Οικονομίας μπορεί να διατάξει την προσωρινή διαγραφή του Φορέα Κοινωνικής
Οικονομίας από το Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας για χρονικό διάστημα από ένα (1)
έως έξι (6) μήνες και, σε περίπτωση περαιτέρω υποτροπής, την οριστική διαγραφή
της. Στην περίπτωση αυτή, τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής ή του Διοικητικού
Συμβουλίου και για διάστημα 3 ετών δεν έχουν δικαίωμα να είναι μέλη
οποιουδήποτε Φορέα Κοινωνικής Οικονομίας.
4. Αν η αρμόδια Υπηρεσία τήρησης του Μητρώου του άρθρου 26 διαπιστώσει
ότι νομικά ή φυσικά πρόσωπα χρησιμοποιούν τις ευνοϊκές ρυθμίσεις του παρόντος
νόμου με σκοπό να αποκομίσουν για λογαριασμό των ιδίων ή για λογαριασμό άλλων
παράνομο περιουσιακό όφελος, διατάσσεται, με απόφαση της αρμόδιας Υπηρεσίας η
οριστική διαγραφή Φορέα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, στην οποία αυτά
μετέχουν, από το Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας, ενώ παράλληλα επιβάλλεται με
απόφαση του κατά τόπο αρμόδιου Περιφερειάρχη πρόστιμο σε βάρος Φορέα Κοινωνικής
Οικονομίας. Τα κριτήρια επιμέτρησης του προστίμου αυτού ορίζονται με Υπουργική
Απόφαση της Αναπληρώτριας Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης και περιλαμβάνουν το όφελος που παρανόμως αποκόμισε από την
απόλαυση των ευεργετικών διατάξεων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο. Τα μέλη
αυτά, και για διάστημα 3 ετών δεν έχουν δικαίωμα να είναι μέλη οποιασδήποτε
Φορέα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας.
5. Τα ποσά των προστίμων που επιβάλλονται αποτελούν δημόσιο έσοδο και
εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974, Α’ 90, όπως
ισχύει) και αποδίδονται στο Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας.
6. Η επιβολή των ως άνω διοικητικών κυρώσεων είναι ανεξάρτητη από κάθε
άλλη αστική, ποινική ή πειθαρχική κύρωση που τυχόν προβλέπεται σε βάρος των
διοικούντων μελών Φορέα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας από την κείμενη
νομοθεσία.
7. Αν Φορέας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας που έχει εγγραφεί στο
Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ο
αρμόδιος κατά τόπον Περιφερειάρχης μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή του, να
επιβάλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο αυτό ή να εισηγηθεί στην
αρμόδια Υπηρεσία του Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας τη διαγραφή του Φορέα
Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας από το Μητρώο αυτό. Η απόφαση περί
διαγραφής του Φορέα Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας από το Μητρώο
κοινοποιείται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία και στα ασφαλιστικά
ταμεία.
Άρθρο 26. Γενικό Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας
1. Συνιστάται Γενικό Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας, στο εξής Μητρώο, το
οποίο ως βάση δεδομένων τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή. Το Μητρώο υπάγεται στο
Τμήμα Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας της Διεύθυνσης Κοινωνικής Προστασίας της
Γενικής Διεύθυνσης Εργασίας & Ένταξης στην Απασχόληση, του Υπουργείου
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η πρόσβαση σε αυτό
γίνεται ατελώς. Οι Φορείς Κοινωνικής Οικονομίας της παραγράφου 1 του άρθρου 3
του παρόντος εγγράφονται προαιρετικά, πλην των Συνεταιρισμών Εργαζομένων και
των Κοιν.Σ.Επ., οι οποίοι, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο
άρθρο αυτό, εγγράφονται υποχρεωτικά.
2. α) Στην παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3144/2003 (Α’ 111) προστίθεται
περίπτωση δ’ ως εξής: «δ) Τμήμα Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας.» β) Στο Τμήμα
Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας της περίπτωσης δ’ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.
3144/2003 τηρείται το Γενικό Μητρώο της παραγράφου 1 του παρόντος νόμου και τα
επί μέρους μητρώα αυτού.
3. Στην παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 3144/2003 και μετά το εδάφιο «Των
Διευθύνσεων και Τμημάτων προΐστανται υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Διοικητικού
Οικονομικού» προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Ειδικά στο Τμήμα Μητρώου Κοινωνικής
Οικονομίας της Διεύθυνσης Κοινωνικής Προστασίας κατανέμονται έξι (6) οργανικές
θέσεις από τις υφιστάμενες στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και
Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες διαρθρώνονται ως εξής: τέσσερις (4) υπάλληλοι
του κλάδου ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού, ένας (1) υπάλληλος του κλάδου ΤΕ
Πληροφορικής και ένας (1) υπάλληλος του κλάδου ΔΕ Διοικητικού –
Λογιστικού.»
Άρθρο 27. Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας
1. Με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής
Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού
συστήνεται ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας». Το Ταμείο
εποπτεύεται από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης και εδρεύει στην Αθήνα.
2. Σκοπός του Ταμείου είναι η χρηματοδότηση προγραμμάτων και δράσεων για
την ενίσχυση των Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, όπως αυτοί
ορίζονται στο παρόντα νόμο.
3. Η χρηματοδότηση του Ταμείου πραγματοποιείται από το Εθνικό και το
Συγχρηματοδοτούμενο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) καθώς και άλλες πηγές
χρηματοδότησης.
Άρθρο 28. Εθνική Επιτροπή για την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία
1.Στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης συστήνεται Εθνική Επιτροπή για την Κοινωνική Οικονομία. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αποτελείται από τον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του τον αρμόδιο για θέματα συντονισμού, σχεδιασμού και παρακολούθησης της Κοινωνικής Οικονομίας Αναπληρωτή Υπουργό, τους Γενικούς Γραμματείς των Υπουργείων Οικονομικών, Οικονομίας Ανάπτυξης και Τουρισμού, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Υγείας, Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τους Γενικούς Γραμματείς Ισότητας και της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.), τον Διοικητή του ΟΑΕΔ, από έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Ε.) και της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος (Εν.Π.Ε.), έναν εκπρόσωπο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.Ε.Α.), έναν εκπρόσωπο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.), τον εκάστοτε Πρόεδρο της Συνόδου Πρυτάνεων, ένα μέλος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Κοινωνικών Συνεταιρισμών Περιορισμένης Ευθύνης (Π.Ο.ΚΟΙ.Σ.Π.Ε.) και εκπροσώπους των Ενώσεων Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας. Στην Εθνική Επιτροπή μπορεί να συμμετέχουν, αναλόγως του θέματος και εφόσον κρίνεται από την Επιτροπή αναγκαίο, και εκπρόσωποι άλλων κατά περίπτωση Υπουργείων ή εκπρόσωποι άλλων φορέων του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα ή επιστημονικών ιδρυμάτων και οργανισμών, εκπρόσωποι συνδέσμων ή ενώσεων ή επιμελητηρίων που ορίζονται με απόφαση του οικείου Συνδέσμου ή Επιμελητηρίου, καθώς και εκπρόσωποι οργανώσεων συλλόγων καταναλωτών.
2.Οι Φορείς που εκπροσωπούνται στην Επιτροπή υποχρεούνται να υποδείξουν
τους εκπροσώπους τους μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη σχετική
έγγραφη πρόσκληση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης. Αν δεν υποδειχθούν μέσα στην προθεσμία αυτή, η Επιτροπή
συγκροτείται και συνεδριάζει νομίμως με τα λοιπά μέλη μέχρι την υπόδειξη και το
διορισμό εκπροσώπων. Στην Επιτροπή καλούνται να συμμετέχουν ως μέλη, εφόσον
συζητούνται θέματα της αρμοδιότητάς τους, Γενικοί Γραμματείς άλλων
Υπουργείων και των Περιφερειών της Χώρας.
3.Σκοπός της Επιτροπής είναι η προώθηση του Κοινωνικού Διαλόγου για τη
διαμόρφωση πολιτικών ανάπτυξης των δραστηριοτήτων Κοινωνικής Οικονομίας, η
γνωμοδότηση για την αναθεώρηση, την εξειδίκευση και την εφαρμογή της Εθνικού
Σχεδίου Δράσης για την Κοινωνική Οικονομία.
Άρθρο 29. Λοιπές ρυθμίσεις και εξουσιοδοτικές διατάξεις
Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις και οι Συνεταιρισμοί
Εργαζομένων του παρόντος νόμου, για τα θέματα τήρησης της δημοσιότητάς τους,
υπάγονται στις διατάξεις του νόμου 3419/2005 περί Γενικού Εμπορικού Μητρώου
(Γ.Ε.ΜΗ.) και Εκσυγχρονισμού της Επιμελητηριακής Νομοθεσίας (Α’ 297) ως ισχύει
σήμερα, κατά το σκέλος του που αφορά στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) και
του νόμου 3853/2010 περί απλοποίησης διαδικασιών σύστασης προσωπικών και
κεφαλαιουχικών εταιριών και άλλες διατάξεις (Α’ 90) ως ισχύει σήμερα, εφόσον
δεν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα, ειδικότερο νόμο.
Οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις και οι Συνεταιρισμοί
Εργαζομένων του παρόντος νόμου απαλλάσσονται από την υποχρέωση εγγραφής τους σε
οικείο προς τη δραστηριότητά τους επιμελητήριο.
Με υπουργικές αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ή -επί συναρμοδιότητας- με υπουργικές αποφάσεις των
συναρμοδίων υπουργών, καθορίζονται ειδικότερα ζητήματα για την εφαρμογή των
προβλέψεων του παρόντος νόμου, όπως τα απαιτούμενα στοιχεία των υπόχρεων
προσώπων που καταχωρίζονται στη Μερίδα στο Γ.Ε.ΜΗ., προτυποποιημένα καταστατικά
φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, η διαδικασία ηλεκτρονικής
υποβολής αιτήσεων, δικαιολογητικών και συνοδευτικών εγγράφων από́ υπόχρεα
πρόσωπα ενώπιον του Γ.Ε.ΜΗ. και η διαχείριση αυτών, ο καθορισμός του ύψους και
της διαδικασίας, των όρων είσπραξης και απόδοσης των τελών χορήγησης αντιγράφων
και αποσπάσματων, των παραστατικών καταβολής, της διαδικασίας ελέγχου τους, του
τρόπου έκδοσης, θεώρησης και υπογραφής αντιγράφων, αποσπάσματων των πράξεων και
στοιχείων που εμφανίζονται στη μερίδα ή πιστοποιητικών από́ το Γ.Ε.ΜΗ, η
ένταξη στις αρμοδιότητες των Υπηρεσιών Μίας Στάσης των συναλλαγών των φορέων
Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας και όμοια θέματα λειτουργίας και
συνεργασίας με το Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας της Διεύθυνσης Κοινωνικής
Προστασίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης.
Άρθρο 30. Επικαιροποίηση σχετικής ισχύουσας νομοθεσίας
Στο νόμο 3419/2005 περί Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.Ε.ΜΗ.) και
Εκσυγχρονισμού της Επιμελητηριακής Νομοθεσίας (Α’ 297) ως ισχύει σήμερα:
«καθώς και τα πρόσωπα τα οποία έχουν υποχρέωση αναγγελίας κατά το άρθρο 39 του από 27.11/14.12.1926 προεδρικού διατάγματος».
Από την εγγραφή στο Γ.Ε.ΜΗ.
εξαιρούνται οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί που προβλέπονται στο π.δ.
53/1987 (Α` 52), οι ναυτικές εταιρείες που συνιστώνται κατά το ν. 959/1979
(Α` 192) και οι ναυτιλιακές εταιρείες πλοίων αναψυχής που συνιστώνται
κατά το ν. 3182/2003 (Α` 220).»
Στο άρθρο 1, παράγραφος 1, το σημείο β. αντικαθίσταται ως εξής: «β. Η
ένωση προσώπων που ασκεί εμπορία μέσω κύριας ή δευτερεύουσας
εγκατάστασης στην ημεδαπή και κάθε εμπορική εταιρεία, εφόσον η σύσταση
της έγινε κατά το ελληνικό δίκαιο, ήτοι η ομόρρυθμη και ετερόρρυθμη
(απλή ή κατά μετοχές) εταιρεία, ο αστικός συνεταιρισμός (στον οποίο
περιλαμβάνεται ο αλληλοασφαλιστικός ο πιστωτικός συνεταιρισμός), οι
κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις, οι συνεταιρισμοί εργαζομένων, η
ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και η
ανώνυμη εταιρεία»
Στο άρθρο 2, στη θέση του καταργημένου με την παρ. 1 περίπτωση γ’ του
άρθρου 13 ν. 3853/2010 (Α’ 90) σημείου 3, τίθεται εκ νέου σημείο 3 με το
ακόλουθο περιεχόμενο: «Στο Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας της Διεύθυνσης
Κοινωνικής Προστασίας της Γενικής διεύθυνσης Εργασίας & Ένταξης στην
Απασχόληση του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης συνιστάται αυτοτελές τμήμα Γ.Ε.ΜΗ. για την άσκηση εποπτείας,
ελέγχου λειτουργείας, αλλά και ελέγχου νομιμότητας της αρχικής καταχώρησης (εγγραφής)
των Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων και των Συνεταιρισμών Εργαζομένων
στο Γ.Ε.ΜΗ.
»
Στο άρθρο 7, η παράγραφος 8. αντικαθίσταται ως εξής: «8. Οι παράγραφοι 4
και 5 του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται για τις καταχωρίσεις που
διενεργούν οι Υπηρεσίες Μιας Στάσης κατά το στάδιο σύστασης των
ομόρρυθμων εταιρειών, των ετερόρρυθμων εταιρειών (κάθε μορφής), των
ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών, των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης,
των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεως, των συνεταιρισμών εργαζομένων και
των ανωνύμων εταιρειών, όπως προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία.»
Στο άρθρο 7, τίθεται νέα παράγραφος με αριθμό 10. και το ακόλουθο
περιεχόμενο: «Οι αιτήσεις καταχώρισης που αφορούν στις κοινωνικές
συνεταιριστικές επιχειρήσεις και τους συνεταιρισμούς εργαζομένων υποβάλλονται
απευθείας στα Γ.Ε.ΜΗ., με εξαίρεση τις καταχωρίσεις για τις οποίες προβλέπεται
προηγουμένη έγκριση από́ το Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας της Διεύθυνσης
Κοινωνικής Προστασίας της Γενικής διεύθυνσης Εργασίας & Ένταξης στην
Απασχόληση του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης.»
Στο άρθρο 8, στο τέλος της παραγράφου 5, τίθεται γ’ εδάφιο με το ακόλουθο
περιεχόμενο: «Με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας,
Ανάπτυξης και Τουρισμού και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης καθορίζονται τα θέματα των πρώτου και δευτέρου εδαφίων που αφορούν
στις υπηρεσίες Γ.Ε.ΜΗ. προς τις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις και
τους συνεταιρισμούς εργαζομένων.
Στο άρθρο 15, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. των νομικών γεγονότων, δηλώσεων,
εγγράφων και λοιπών στοιχείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού,
επέρχονται, ως προς τις ομόρρυθμες εταιρείες, τις ετερόρρυθμες εταιρείες
(απλές ή κατά μετοχές), τις ανώνυμες εταιρείες, τις εταιρείες
περιορισμένης ευθύνης, τις ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, τους
αστικούς συνεταιρισμούς, τις κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις, τους
συνεταιρισμούς εργαζομένων και τις εταιρείες που αναφέρονται στις περιπτώσεις
γ`, δ` και ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 και τους υπόχρεους που αναφέρονται
στην περίπτωση β` της παραγράφου 2 του άρθρου 1, τα ακόλουθα αποτελέσματα:»
Στο νόμο 3853/2010 περί Απλοποίησης διαδικασιών σύστασης προσωπικών και
κεφαλαιουχικών εταιριών και άλλες διατάξεις (Α’ 90) ως ισχύει σήμερα:
Το άρθρο 1, αντικαθίσταται ως εξής: «Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η
απλοποίηση των διαδικασιών σύστασης προσωπικών και κεφαλαιουχικών εμπορικών
εταιρειών και ειδικότερα των ομορρύθμων εταιρειών, των ετερορρύθμων εταιρειών
(κάθε μορφής), των ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών, των κοινωνικών
συνεταιριστικών επιχειρήσεων, των συνεταιρισμών εργαζομένων, των εταιρειών
περιορισμένης ευθύνης και των ανωνύμων εταιρειών (εφεξής: «Εταιρείες»)».
καθώς οι επιχειρήσεις αυτές απαλλάσσονται από την καταβολή των υπολοίπων
οικονομικών υποχρεώσεων του παρόντος άρθρου.»
Στο άρθρο 3, τίθεται νέα παράγραφος με αριθμό 4. και το ακόλουθο
περιεχόμενο: «Το Γραμμάτιο Ενιαίου Κόστους Σύστασης Εταιρίας για τις κοινωνικές
συνεταιριστικές επιχειρήσεις και τους συνεταιρισμούς εργαζομένων περιλαμβάνει
μόνον τα ……… ,καθώς οι επιχειρήσεις αυτές απαλλάσσονται από την καταβολή των
υπολοίπων οικονομικών υποχρεώσεων του παρόντος άρθρου.
»
Τίθεται νέο άρθρο 5Β με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Άρθρο 5Β
Διαδικασία σύστασης των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων
και των συνεταιρισμών εργαζομένων
Για τη σύσταση μιας κοινωνικής συνεταιριστικής επιχείρησης (εφεξής
αναφερομένη και ως Κοιν.Σ.Επ.) ή ενός συνεταιρισμού εργαζομένων (εφεξής
αναφερόμενο και ως Συν.Εργ.) το πρόσωπο που είναι καταστατικά ορισμένο ή νόμιμα
εξουσιοδοτημένο προς τούτο προβαίνει, ενώπιον της «Υπηρεσία Μιας Στάσης», στις
παρακάτω ενέργειες.
α) Καταθέτει το έγγραφο σύστασης της επιχείρησης. Το έγγραφο αυτό είναι
απλό ιδιωτικό έγγραφο, ονομαζόμενο και «Καταστατικό», ενώ περιβάλλεται τον τύπο
του συμβολαιογραφικού́ εγγράφου αν το επιβάλλει ειδική́ διάταξη νόμου, αν
εισφέρονται στην εταιρεία περιουσιακά στοιχεία, για τη μεταβίβαση των οποίων
απαιτείται ο τύπος αυτός ή αν ο τύπος αυτός επιλέγεται από́ τα μέρη.
β) Υποβάλλει υπογεγραμμένη αίτηση καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ.
γ) Υποβάλλει αίτηση για την καταχώριση της επωνυμίας στο Μητρώο
Κοινωνικής Οικονομίας του ΥΠΕΚΑΑ και για την εγγραφή́ της επιχείρησης ως μέλους
σε αυτό́.
δ) Καταβάλλει το γραμμάτιο ενιαίου κόστους σύστασης εταιρείας.
ε) Υποβάλλει υπεύθυνη δήλωση για τη διεύθυνση της επιχείρησης, εφόσον η
διεύθυνση δεν προκύπτει με σαφήνεια από από το συστατικό έγγραφο της
επιχείρησης.
στ) Υποβάλλει τις απαραίτητες αιτήσεις και συμπληρώνει τα απαραίτητα
έντυπα για τη χορήγηση αριθμού́ φορολογικού́ μητρώου.
ζ) Υποβάλλει δήλωση για το φόρο συγκέντρωσης
κεφαλαίου και εξοφλεί άμεσα το φόρο που αναλογεί́.
Αυθημερόν ή το αργότερο την επομένη εργάσιμη ημέρα και μετά την
ολοκλήρωση των ενεργειών που προβλέπονται στην παράγραφο 1, η «Υπηρεσία Μιας
Στάσης» υποχρεούται να:
α) Προβεί σε έλεγχο της αίτησης καταχώρισης και του εγγράφου σύστασης, ως
προς τη νομιμοποίηση του αιτούντος και την πληρότητα των υποβαλλομένων
στοιχείων και εγγράφων, που αυτός υποβάλλει. Ιδιαίτερα ελέγχεται αν στο
καταστατικό́ της εταιρείας αναφέρεται η επωνυμία, ο σκοπός και το ύψος του
κεφαλαίου της εταιρείας, καθώς και αν με βάση τα υποβαλλόμενα έγγραφα, ο σκοπός
της εταιρείας είναι τυχόν παράνομος ή αντίκειται στη δημόσια τάξη, ή κάποιος
εκ των ιδρυτών είναι τυχόν ανίκανος για δικαιοπραξία.
β) Προβεί́, μέσω της πρόσβασης στα ηλεκτρονικά́ αρχεία του Γ.Ε.ΜΗ. σε
προέλεγχο της επωνυμίας και στη χορήγηση προέγκρισης χρήσης. Εφόσον η
προτεινομένη επωνυμία προσκρούει σε προγενέστερη καταχώριση, η «Υπηρεσία Μιας
Στάσης» ενημερώνει τους ενδιαφερομένους και, μετά από συνεννόηση μαζί́ τους,
προβαίνει σε τροποποίηση της επωνυμίας.
γ) Προβεί́ στην είσπραξη του γραμματίου ενιαίου κόστους σύστασης
εταιρείας και του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου, καθώς και τη χορήγηση σχετικής
απόδειξης καταβολής του γραμματίου ενιαίου κόστους σύστασης εταιρείας και του
φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου.
δ) Μεριμνήσει για τη χορήγηση Α.Φ.Μ. στους εταίρους, όπου απαιτείται.
ε) Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, μεριμνήσει για την καταχώριση και
εγγραφή́ της εταιρείας στην Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. του άρθρου 2 του ν. 3419/2005 (Α’
297) και για τη χορήγηση Αριθμού́ Γ.Ε.ΜΗ. και Κωδικού́ Αριθμού́ Καταχώρισης που
προβλέπονται στην παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 3419/2005.
στ) Μεριμνήσει, μέσω πρόσβασης στα οικεία
ηλεκτρονικά́ αρχεία, για την έκδοση Α.Φ.Μ. της εταιρείας, καθώς και για την
αποστολή́ ανακοίνωσης περί της σύστασης της εταιρείας, καθώς και των στοιχείων
των εταίρων και διαχειριστών αυτής στους οικείους οργανισμούς κοινωνικής
ασφάλισης.
Εάν από́ τον έλεγχο που προβλέπεται στην περίπτωση α’ της παραγράφου 2,
προκύψει ότι η αίτηση, τα προσκομιζόμενα δικαιολογητικά́ ή το έγγραφο σύστασης
δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της κειμένης νομοθεσίας, οι ενδιαφερόμενοι
καλούνται, μέσω τηλεομοιοτυπίας ή ηλεκτρονικού́ ταχυδρομείου, να προβούν
εγγράφως στις αναγκαίες διευκρινίσεις, διορθώσεις ή συμπληρώσεις μέσα σε δύο
εργάσιμες, ή, εφόσον δικαιολογείται από́ τις περιστάσεις, σε δέκα εργάσιμες
ημέρες από́ τη λήψη της σχετικής πρόσκλησης. Η χορήγηση αυτής της προθεσμίας
παρατείνει ανάλογα την προθεσμία που προβλέπεται παραπάνω στην παράγραφο 2. Αν
η προθεσμία των δύο ή δέκα εργασίμων ημερών παρέλθει άπρακτη ή τα στοιχεία,
παρά την εμπρόθεσμη υποβολή́ τους, εξακολουθούν να μην πληρούν τις προϋποθέσεις
του νόμου, η σύσταση της εταιρείας δεν καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ. και το
γραμμάτιο ενιαίου κόστους σύστασης εταιρείας και ο φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου
που καταβληθήκαν επιστρέφονται, εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με τα οριζόμενα
στην κοινή́ υπουργική́ απόφαση της περίπτωσης Α’ της παραγράφου 2 του άρθρου
4.»
Άρθρο 31. Μεταβατικές διατάξεις
Με την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, οι υφιστάμενες Κοιν.Σ.Επ.
Συλλογικού και Παραγωγικού σκοπού, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του
παρόντος, μετατρέπονται αυτοδίκαια σε Συνεταιρισμούς Εργαζομένων με αντίστοιχη
τροποποίηση του καταστατικού τους.
Με απόφαση των Υπουργών «Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού» και
«Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» ορίζονται α) η
ημερομηνία έναρξης απογραφής των λειτουργούντων φορέων κοινωνικής και
αλληλέγγυας οικονομίας στο Γ.Ε.ΜΗ., η λήξη της προθεσμίας απογραφής, τα
νομιμοποιητικά́ και συνοδευτικά́ έγγραφα και δικαιολογητικά́, η διαδικασία
διαγραφής αυτών που είτε δεν λειτουργούν, είτε δεν απογράφησαν, β) η ημερομηνία
έναρξης υποβολής των καταχωρίσεων στα Γ.Ε.ΜΗ., και γ) καθώς και κάθε σχετική́
λεπτομέρεια.
Μέχρι τη σύσταση του Ταμείου Κοινωνικής Οικονομίας που προβλέπεται στον
παρόντα νόμο, α) μετά την περάτωση της εκκαθάρισης των επιχειρήσεων κοινωνικής
οικονομίας, τυχόν απομένον ενεργητικό περιέρχεται στα μέλη κατά την ονομαστική
αξία των συνεταιριστικών τους μερίδων, ακέραιη ή αναλογικά προς το εναπομείναν
ποσό και β) τα ποσά των προστίμων που επιβάλλονται σε φορείς της κοινωνικής και
αλληλέγγυας οικονομίας περιέρχονται στ… ….
Με την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι υφιστάμενες Κοιν.Σ.Επ. φροντίδας
μετατρέπονται αυτοδίκαια σε Κοιν.Σ.Επ. Συλλογικής και Κοινωνικής ωφέλειας με
αντίστοιχη υποχρέωση τροποποίησης του καταστατικού τους.
Από την ημερομηνία υπό β) της προηγούμενης παραγράφου, όπου στην κείμενη
νομοθεσία αναφέρεται «μητρώο κοινωνικής οικονομίας» ως τηρητής δημοσιότητας των
επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας, νοείται εφεξής το Γ.Ε.ΜΗ.. Αντίθετα, το
Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας της Διεύθυνσης Κοινωνικής Προστασίας της Γενικής
διεύθυνσης Εργασίας & Ένταξης στην Απασχόληση του Υπουργείου Εργασίας,
Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης παραμένει αρμόδιο για την
άσκηση εποπτείας και ελέγχου λειτουργίας των επιχειρήσεων κοινωνικής
οικονομίας.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου