Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
(Από το βιβλίο "Κοινωνική Οικονομία & Αυτοδιαχείρηση" του Βασίλη Τακτικού)


Τι είναι η Κοινωνική Οικονομία

 

Η Κοινωνική Οικονομία είναι η οικονομία της αλληλεγγύης και του συνεργατισμού, της ομαδικής, κοινοτικής και συλλογικής επιχειρηματικότητας. Η οικονομία που δεν αποσκοπεί στο κέρδος των κεφαλαιούχων αλλά στη δημιουργία απασχόλησης και εισοδήματος για όλους. Κινείται πέρα από την αντίληψη της ανταγωνιστικότητας, υπερβαίνοντας τις αντινομίες του κράτους και της αγοράς, τον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό των κοινωνικά αδυνάτων. Δημιουργεί έτσι, συμπληρωματικά εναλλακτικό εισόδημα και ευκαιρίες απασχόλησης εκεί που σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει δυσπραγία, ανεργία και φτώχεια. Το συγκριτικό της πλεονέκτημα είναι το μειωμένο κόστος συναλλαγών. Η αξιοποίηση ανενεργών υλικών και ανθρώπινων πόρων. Η ανοικτή διάδοση της γνώσης και της οργανωτικής τεχνολογίας.

Οι ιστορικές ρίζες της Κοινωνικής Οικονομίας ανάγονται στις συνεταιριστικές επιχειρήσεις του 19ου αιώνα με τη μορφή αλληλοβοηθητικών φορέων, μη κερδοσκοπικών ενώσεων, συνεταιρισμών και συλλογικών επιχειρήσεων που μέσα σε δύο αιώνες εξελίχθηκαν σε πολυποίκιλες μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων.

Όσο «άνθιζε» ο κρατισμός στην οικονομία από τη μια μεριά, και ο μονεταρισμός από την άλλη, και μπορούσαν να ικανοποιήσουν το βασικό αίτημα ανάπτυξης και απασχόλησης για όλους, η Κοινωνική Οικονομία βρισκόταν υπό τον περιορισμό της απόλυτης κυριαρχίας του κράτους και της αγοράς.

Σήμερα, η παρατεταμένη κρίση του κράτους πρόνοιας και η αδυναμία της αγοράς να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας επέτρεψε την επάνοδο της χρησιμότητας των συνεταιρισμών και την άνοδο μιας νέας μορφής Κοινωνικής Οικονομίας, της επονομαζόμενης «οικονομίας της αλληλεγγύης». Έτσι, έχουμε την επέκταση των δραστηριοτήτων της, από την παραγωγή και τη διάθεση υλικών αγαθών σε ένα πλήθος από άυλα αγαθά, υπηρεσίες υγείας, παιδείας και πολιτισμού και διαχείρισης γνώσης.
Το βασικό εργαλείο πραγμάτωσης των σκοπών της Κοινωνικής Οικονομίας είναι οι κοινωνικές επιχειρήσεις και, δευτερευόντως, οι πράξεις της φιλανθρωπίας. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις ως θεσμικό εργαλείο μπορούν να αξιοποιούν ανενεργούς- κατακερματισμένους υλικούς και ανθρώπινους πόρους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κρατικών οργανισμών και ιδρυμάτων. Ανενεργές πάγιες κτιριακές εγκαταστάσεις και αγροτεμάχια, καθώς και χώρους εκθετηρίων για έκθεση προϊόντων σε δημοτικούς και δημόσιους χώρους, προσφέροντας θέσεις εργασίας και εισοδήματα σε ιδρύματα και κοινωνικούς συνεταιρισμούς. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούν να παράγουν αγροτικά προϊόντα και προϊόντα μεταποίησης αλλά και υπηρεσίες με κοινωφελείς σκοπούς έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη διεύρυνση της απασχόλησης.

Η Κοινωνική Οικονομία, από άποψη οργάνωσης, βασίζεται στα κοινωνικά δίκτυα, τους θεσμούς αλληλεγγύης και τις συμπράξεις πολιτών. Στην αλληλέγγυα συνεργασία συγκροτείται το λεγόμενο κοινωνικό κεφάλαιο, βάσει του οποίου γίνονται εφικτές οι επενδύσεις σε τοπικό επίπεδο και σε περιφερειακό επίπεδο, μεταφέροντας πόρους από τα θεσμικά δίκτυα αλληλεγγύης προς τομείς της πραγματικής οικονομίας που είναι μεν αναγκαίοι τομείς, αλλά στους οποίους δεν επενδύουν οι αγορές λόγω χαμηλής κερδοφορίας.
Ο όρος Κοινωνική Οικονομία δεν αναφέρεται φυσικά στον κρατισμό και τις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας και δεν αφορά τις κρατικές επιχειρήσεις, οι οποίες όχι μόνο δεν ενσωματώνουν κοινωνικό κεφάλαιο και συνυπευθυνότητα αλλά ούτε και αυτοδιαχείριση των εργαζομένων.

Η Κοινωνική Οικονομία είναι η αλληλέγγυα οικονομία που είτε αφορά μη χρηματικές ανταλλαγές, είτε αφορά κοινωνικές επιχειρήσεις κοινωφελούς σκοπού σε όλους τους τομείς, όπως: ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία, οικοτεχνία και βιοτεχνία στη μεταποίηση, συνεταιριστικές υπηρεσίες υγείας και υπηρεσίες εκπαίδευσης μέσω μη κερδοσκοπικών φορέων. Η διαφοροποίηση από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις δεν έχουν αποκλειστικό σκοπό το κέρδος αλλά την κοινωνική ωφέλεια και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Δηλαδή, μπορούν να περιορίζονται στο κοινωνικό κέρδος της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.

Πολλές φορές οι ιδιώτες που λειτουργούν στο πλαίσιο της αγοράς ως επαγγελματίες ή επιχειρηματίες συστήνουν οι ίδιοι παράλληλα, κοινωνικούς, προμηθευτικούς, καταναλωτικούς και οικιστικούς συνεταιρισμούς, για να διασφαλίσουν καλύτερα εισοδήματα, αγαθά και υπηρεσίες έχοντας διπλή οικονομική ιδιότητα, που κάνει ολοένα και πιο αποδεκτή την ιδέα της Κοινωνικής Οικονομίας σε ευρύτερα στρώματα πληθυσμού.
Αυτή η διεισδυτικότητα της Κοινωνικής Οικονομίας, της δίνει ένα ακόμη πρακτικό και ηθικό πλεονέκτημα: ότι μπορεί να αφορά και να εξυπηρετεί σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας.
Για την Κοινωνική Οικονομία σε σχέση με την τεράστια σημασία της στο σύγχρονο κόσμο έχουν γραφτεί πολύ λίγα και ακόμα λιγότερα έχουν κοινοποιηθεί από τα κυρίαρχα επικοινωνιακά συστήματα, μολονότι η συμβολή της λειτουργεί ως ασπίδα αντισωμάτων για το σύνολο της οικονομίας.

Στη σύγχρονη ιστορία της οικονομίας της αγοράς γινόμαστε μάρτυρες των καταστροφικών επιπτώσεων από τις «φούσκες» στις χρηματαγορές, τα τοξικά ομόλογα και τα τραπεζικά προϊόντα τα οποία οδηγούν στη φτώχεια και την ανεργία μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Η Κοινωνική Οικονομία έρχεται λοιπόν, να επουλώσει πληγές, να σταθεροποιήσει και να διασώσει τις τοπικές κοινωνίες από την παρακμή και τη διαφθορά.

Από μια άλλη άποψη, η Κοινωνική Οικονομία λειτουργεί όπως τα βιολογικά προϊόντα και η βιολογική διατροφή. Από ένα σεβαστό ποσοστό και πάνω, διασφαλίζει την υγεία του οικονομικού συστήματος, όπως η βιολογική διατροφή την υγεία των ανθρώπων και το κατορθώνει αυτό, γιατί με τη συνεταιριστική-συμμετοχική οργάνωση της παραγωγής συμμετέχει όλη η κοινωνία στο παραγόμενο προϊόν και απολαμβάνει τα οφέλη. Δεν υπάρχει βέβαια κερδοφορία με πλασματικό τρόπο, όπως οι χρηματαγορές, αλλά δεν εκθέτει και την οικονομία σε τοξικά προϊόντα.

Έτσι, η πρακτική της Κοινωνικής Οικονομίας βασίζεται στη συμμετοχικότητα της κοινότητας, στην ελεύθερη βούλησή της, στην ανοιχτή διαβούλευση στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης για την μείωση του κόστους των συναλλαγών, την αλληλέγγυα φροντίδα για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών προς όφελος των πολλών και όχι των κερδοσκόπων.

Με βάση τις συλλογικότητες που εκφράζουν οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, μπορούν να ληφθούν σημαντικές πρωτοβουλίες για ανθρωπιστική βοήθεια, το περιβάλλον, τον πολιτισμό, τοπικού αλλά και εθνικού χαρακτήρα και με αυτό τον τρόπο να ενεργοποιηθεί το τοπικό κοινωνικό κεφάλαιο, το οποίο τελικά συντελεί καταλυτικά στην ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και αυτό είναι κάτι μετρήσιμο σήμερα ως πραγματιστικό φαινόμενο.

Στο πεδίο της δημιουργικής πολιτικής, η Κοινωνική Οικονομία είναι μια θέσμιση οριζόντια από τα κάτω παράλληλα με τη συμμετοχική δημοκρατία, με τη συγκρότηση του κοινωνικού κεφαλαίου, μέσα από τους θεσμούς της αλληλεγγύης, του εθελοντισμού και κοινωνικού ακτιβισμού των οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.

Σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει πλέον η επιστημονική τεκμηρίωση ότι ο δείκτης ανάπτυξης των οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών έχει άμεση σχέση με την Κοινωνική Οικονομία και αυτός ο δείκτης, με τη σειρά του, έχει σχέση με την ανθεκτικότητα της οικονομίας και την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και της διαφθοράς. Η κοινωνία των πολιτών, στο βαθμό που είναι αναπτυγμένη, επιβάλλει από τα κάτω καθαρούς κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού και διαφάνεια, υποστηρίζοντας έτσι και τους οικονομικά ασθενέστερους.

Η άτυπη και συστηματική μορφή

Εδώ θα πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ των παραδοσιακών μορφών Κοινωνικής Οικονομίας και σύγχρονων άτυπων και τυπικών μορφών συστηματικής Κοινωνικής Οικονομίας, προκειμένου να κατανοηθεί η ιστορική της εξελικτική διαδικασία.

Η άτυπη παραδοσιακή Κοινωνική Οικονομία είναι εκείνη της αλληλεγγύης, της φιλανθρωπίας, των μη χρηματικών ανταλλαγών, συστηματική είναι η οργάνωση μέσω κοινωνικών επιχειρήσεων και ιδρυμάτων. Στις παραδοσιακές αγροτικές οικονομίες, υπήρχε πάντοτε μία άτυπη μορφή ανταλλαγών σε είδος, εργασία και μέσα παραγωγής, που διευκόλυνε τους χωρικούς στις ανταλλαγές τους, αφού είχαν αντικειμενικά πολύ περιορισμένα χρήματα. Αντάλλαζαν έτσι, όχι μόνο προϊόντα, αλλά και χρόνο εργασίας μεταξύ τους – «ξέλαση» είναι ο όρος που χρησιμοποιούταν στις αγροτικές κοινωνίες. Αυτή η διαδικασία στην ουσία, απέκλειε τους μεσάζοντες και λειτουργούσε υπέρ των παραγωγών.

Ακόμη και σήμερα, στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, συναντάμε αυτές τις μη χρηματικές ανταλλαγές με τη μορφή λέσχης, σ' αυτούς που δυσκολεύονται να βρουν ικανοποιητική απασχόληση για να καλύψουν τις ανάγκες και ανταλλάσσουν μεταξύ τους χρόνο εργασίας για να εξασφαλίσουν κάποιες βασικές υπηρεσίες διαβίωσης. Ανάλογες πρωτοβουλίες πρέπει να σημειώσουμε αναπτύσσονται από οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών με τις λεγόμενες τράπεζες χρόνου.

Πέρα όμως από αυτές τις άτυπες μορφές (μη χρηματικές ανταλλαγές) υπάρχει η θεσμική οργάνωση της Κοινωνικής Οικονομίας αλληλεγγύης, που εξελίσσεται μέσω των κοινωνικών επιχειρήσεων του μη κερδοσκοπικού τομέα, δημιουργώντας διαρκή απασχόληση και εισοδήματα για τους εργαζομένους ή τους συνεταιρισμένους και εξασφαλίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο, όφελος επίσης στους μικροπαραγωγούς και σε εκείνους που προσφέρουν κοινωνικές υπηρεσίες.

Μ’ αυτή την έννοια, η Κοινωνική Οικονομία είναι πολλαπλασιαστής της κοινωνικής υπευθυνότητας και λειτουργεί ως ταμιευτήρας της αλληλεγγύης και των ανθρώπινων πόρων, απέναντι στον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό. Δημιουργεί εισοδήματα εκεί που δεν υπάρχει επαρκής συγκέντρωση κεφαλαίου αλλά υπάρχει αυξημένη διάθεση συνεργασίας ώστε να γίνουν τελικά επενδύσεις σε τομείς που είναι κοινωνικά αναγκαίοι, αλλά δεν προσφέρουν ισχυρό κίνητρο κέρδους, ώστε να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις.

Έτσι, οι «επενδύσεις» στις κοινωνικές επιχειρήσεις γίνονται στη βάση μιας συλλογικής συμφωνίας για ένα κοινωνικό συνεταιρισμό ή μια Σύμπραξη με συστατικό στοιχείο το κοινωνικό κεφάλαιο, κεφαλαιοποιώντας τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών ενός συνεταιρισμού αλλά και τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους καταναλωτές. Σε αυτές τις συμπράξεις ως εγγυητής, αλλά και ως συμβάλλων εταίρος, μπορεί να συμμετέχει και η Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Αυτές οι σχέσεις εμπιστοσύνης μπορούν να εξασφαλίσουν δουλειές εκ των προτέρων και συμφωνίες που μπορούν να κάνουν μια επιχείρηση βιώσιμη. Με αυτό τον τρόπο, οι Συμπράξεις και οι κοινωνικές επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ.) προβάλλουν σήμερα ως η πλέον συμφέρουσα λύση για την Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα λειτουργικά της κενά στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε συνεργασία με τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς.

Στόχος, λοιπόν, της Κοινωνικής Οικονομίας, δεν είναι η κατανάλωση ως αυτοσκοπός, αλλά καταρχήν η κάλυψη βασικών αναγκών, μέσω ισοδίκαιης κατανομής των πόρων και των σχέσεων αλληλεγγύης.

Με άλλα λόγια, αναφερόμαστε στον -υπό ευρεία έννοια- τρίτο τομέα της Οικονομίας, με τα όρια μεταξύ των τριών να μην είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Ο πρώτος τομέας αφορά στην ιδιωτική εμπορευματική οικονομία, δηλαδή τις επιχειρήσεις που λειτουργούν με σκοπό το κέρδος. Ο δεύτερος τομέας αφορά στη δημόσια ή κρατική οικονομία, που το κράτος ή άλλες μονάδες προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες με αναδιανεμητικό χαρακτήρα.

Ο τρίτος τομέας αφορά στο ευρύ πεδίο της αλληλέγγυας οικονομίας. Είναι μία οικονομική δραστηριότητα που ξεκινάει «από κάτω». Πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για μία πρωτοβουλία των πολιτών («οικονομία των πολιτών», δηλαδή από τους πολίτες και για τις ανάγκες αυτών) που δεν αποσκοπεί στο κέρδος. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια «οικονομία των “πραγματικών” αναγκών».

Αναγνώριση και Αντιθέσεις

Σχετικά με το ερώτημα πώς αντιμετωπίζεται η Κοινωνική Οικονομία από το υπάρχον πολιτικό σύστημα, οι απαντήσεις διίστανται ανάμεσα στις προοδευτικές πολιτικές ελίτ και το συντηρητικό πολιτικό σύστημα.

Οι προοδευτικές δυνάμεις επιδιώκουν την ενσωμάτωση και οι συντηρητικές την απώθηση από το οικονομικό σύστημα.

Από την «ομοσπονδιακή» Ευρώπη, η Κοινωνική Οικονομία αναγνωρίζεται ως μία πραγματικότητα και ενισχύεται οικονομικά για την ανάπτυξή της με συγκεκριμένα προγράμματα και επιδοτήσεις – όπως, βέβαια, γίνεται και στον ιδιωτικό τομέα. Από την άλλη, οι εθνικοκεντρικές δυνάμεις του πολιτικού συστήματος την αντιμετωπίζουν εχθρικά, ακριβώς επειδή ενισχύεται από την ΕΕ.

Οι εχθροί συνήθως είναι οι λεγόμενοι κρατιστές και οι εθνικο-λαϊκιστές, οι οποίοι αντιστρατεύονται την Κοινωνική Οικονομία, διότι θεωρούν ότι υποκαθιστά το κράτος πρόνοιας και ότι η ενίσχυσή της μειώνει το μέγεθος των προνομίων των δημοσίων υπαλλήλων και των προμηθευτών του δημοσίου.

Άλλοι πιο φιλελεύθεροι, αλλά ταυτόχρονα καιροσκόποι, δέχονται θετικά την ενίσχυση της Κοινωνικής Οικονομίας, υπό τον έλεγχο όμως των ιδιωτικών επιχειρήσεων και πολλές φορές ως παρακλάδι μεγάλων επιχειρήσεων και προσπαθούν να την ενσωματώσουν στο «παιχνίδι» της αγοράς.

Αυτά συμβαίνουν στην πραγματικότητα και για το λόγο ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις, που συνήθως είναι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, έχουν το προνόμιο των κοινοτικών επιχορηγήσεων ή το προνόμιο του αφορολόγητου κύκλου εργασιών, κάτι που δεν ισχύει για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και αυτό το προνόμιο προσπαθούν να το καρπωθούν και πολλοί ιδιώτες.

Έτσι, ξεκινά και εξελίσσεται η λαθροχειρία στο όνομα της Κοινωνικής Οικονομίας, με διασταλτικές ερμηνείες για τους σκοπούς της, από γραφειοκράτες σε θέσεις-κλειδιά και «επιχειρηματίες» που στήνουν επιχειρήσεις με σκοπό την υφαρπαγή των συγκεκριμένων κοινοτικών πόρων για κερδοσκοπικούς σκοπούς.

Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών είναι κατακερματισμένες, ασυντόνιστες και μέσα στην άγνοια και τη σύγχυση για το θεσμικό πλαίσιο της Ευρώπης. Φυσικά, οι συνθήκες αυτές ευνοούν τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, που θέλουν να ελέγχουν κι αυτό το χώρο, ενώ ανάμεσά τους βρίσκονται ιδρύματα τραπεζών και επιχειρηματικών ομίλων και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων.

Συντελεστές και φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας

Για να προσδιορίσουμε περισσότερο το χώρο δράσης που εξελίσσεται η Κοινωνική Οικονομία, το αντικείμενο και το υποκείμενο δραστηριότητας και, τελικά, τι είναι και τι δεν είναι Κοινωνική Οικονομία, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιος είναι ο σκοπός, ποιοι οι συντελεστές, ποιες μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων εξυπηρετούν αυτό το σκοπό και ποιοι μπορεί να είναι οι συμπράττοντες.

Καταρχήν, συμπράττοντες εταίροι μπορεί να είναι όλοι. Το κράτος, οι δήμοι, οι επιχειρήσεις, τα επιμελητήρια και οι συνδικαλιστές. Δεν μπορεί να είναι όμως αυτοί οι φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας. Ξεκάθαροι φορείς κοινωνικής επιχειρηματικότητας είναι οι συνεταιρισμοί και τα ιδρύματα που παράγουν έργο κοινωνικών υπηρεσιών όπως π.χ. νοσοκομεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, πολιτιστικές υπηρεσίες κ.λπ.

Οι δήμοι μπορεί να είναι πρωταγωνιστές στην ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας, δεν μπορούν όμως να είναι από μόνοι τους επιχειρηματίες, μπορούν να συνεργάζονται με τους συνεταιρισμούς και να συμπράττουν. Αυτό γίνεται και συντελείται σε πολλούς δήμους σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, όπου αναπτύσσονται δράσεις Κοινωνικής Οικονομίας και κοινωνικών επιχειρήσεων, προσφέροντας ουσιαστικές λύσεις στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας, καθιστώντας τους πιο αποτελεσματικούς συγκριτικά με άλλους δήμους που δε συμπράττουν στις κοινωνικές επιχειρήσεις. Κλειδί προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι «Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις» με εταίρους τις οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, επιμελητήρια, συνεταιρισμοί, τοπικές επαγγελματικές ενώσεις και σωματεία.

Οι συντελεστές ανάπτυξης της Κοινωνικής Οικονομίας είναι ενδεικτικά οι εξής:

·        Η Τοπική Αυτοδιοίκηση
·        Οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών και όλοι οι Μη Κερδοσκοπικοί Φορείς
·        Οι συνεταιρισμοί
·        Οι χορηγοί
·        Η εκκλησία και διάφορες κοινότητες..

πηγή : το βιβλίο του Βασίλη Τακτικού Θεσμοί και εφαρμογές κοινωνικής οικονομίας..

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση ως συμπράττων εταίρος

για τη θέσμιση της κοινωνικής οικονομίας

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να συμμετέχει συστηματικά σε κοινωνικές συμπράξεις, να χρησιμοποιεί κοινωνικούς συνεταιρισμούς για την προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών προς τους πολίτες, για δράσεις ανθρωπιστικής βοήθειας και προστασίας του περιβάλλοντος αξιοποιώντας τη συμμετοχή των εθελοντικών οργανώσεων.

Σε αυτό το επίπεδο αναφορικά με την Ελλάδα, υπάρχει η ανάγκη σύναψης ενός συμφώνου συνεργασίας μεταξύ Τοπικής Αυτοδιοίκησης και οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών για την Κοινωνική Οικονομία, το οποίο να στοχεύει στην αντιμετώπιση της φτώχειας, τη μείωση των μεγάλων ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας, τη μείωση της ανεργίας των νέων και όλα αυτά σε μια περίοδο που ενώ αφθονούν οι διαθέσιμοι υλικοί πόροι, (οι τεχνολογικές δυνατότητες και οι ανθρώπινοι πόροι από τη σκοπιά της εκπαίδευσης) ταυτόχρονα να υπάρχει υστέρηση επιχειρηματικότητας.

Πρακτικά, ένα τέτοιο σύμφωνο μπορεί να ξεκινήσει με την υπογραφή ενός μνημονίου συνεργασίας για την Κοινωνική Οικονομία σε τοπικό επίπεδο μεταξύ κάθε δήμου και οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών της περιοχής. Ως στόχοι του συμφώνου συνεργασίας μπορούν να τεθούν η δημιουργία κοινωνικών επιχειρήσεων με συνεταιριστική ή κερδοσκοπική μορφή και βέβαια η δημιουργία ενός κέντρου παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών σε κάθε επίπεδο επιχειρηματικής, κοινωνικής και εθελοντικής δραστηριότητας. Αυτό το κέντρο θα μπορούσε να είναι ένα «κέντρο εξυπηρέτησης της κοινωνικής, αλληλέγγυας οικονομίας», όπου θα παρέχεται συμβουλευτική για τη δια βίου μάθηση στις καλές πρακτικές και στην αντιμετώπιση της ανεργίας, με έμφαση σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες (π.χ. μετανάστες, νέοι, γυναίκες).

Κοινωνικές συμπράξεις

Οι Κοινωνικές Συμπράξεις είναι ενώσεις που συμμετέχουν οι δήμοι, οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, επαγγελματικά σωματεία και κοινωνικοί συνεταιρισμοί. Το έργο τους είναι να συντονίζουν και να υποστηρίζουν επιμέρους δραστηριότητες κοινωνικής επιχειρηματικότητας σε μια περιοχή.

Στην Ελλάδα, υπάρχει πλήθος συλλογικών οργανώσεων, αλλά πολύ μικρό ποσοστό κοινωνικής επιχειρηματικότητας που αναλαμβάνουν συλλογικοί φορείς και κοινωφελείς επιχειρήσεις της Τοπική Αυτοδιοίκηση, σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτή η κατάσταση μπορεί να αλλάξει με τη δραστηριότητα των Κοινωνικών Αναπτυξιακών Συμπράξεων και να αντιμετωπιστεί το θεσμικό έλλειμμα που είναι ζήτημα επιπέδου οργάνωσης μιας κοινωνίας. Αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο, με την κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων μέσω της συλλογικής επιχειρηματικότητας και των δομημένων «συμπράξεων» Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κοινωνικών φορέων.

Η δυναμική των κοινωνικών συμπράξεων στη δοκιμαζόμενη από την κρίση ελληνική οικονομία, είναι ότι μπορεί να μειώσει το κόστος κοινωφελών υπηρεσιών σε μεγάλο ποσοστό και να δημιουργήσει τοπική απασχόληση εκεί που αδυνατεί το κράτος και η αγορά. Η μείωση του κόστους συναλλαγών και του εργατικού κόστους είναι ακριβώς το κλειδί για να γίνουν βιώσιμες κοινωνικές και κοινωφελείς υπηρεσίες, που σήμερα αποδυναμώνονται και το κράτος είναι αναγκασμένο να τις καταργήσει, λόγω της δημοσιονομικής πίεσης του χρέους. Η εξοικονόμηση του λειτουργικού κόστους εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα υπηρεσιών εκεί που με τις δημοσιονομικές συνθήκες που επικρατούν στο δημόσιο σήμερα να μην υπάρχει άλλη διέξοδος και να κινδυνεύουν να καταργηθούν.

Το πλεονέκτημα γενικά των κοινωνικών επιχειρήσεων βρίσκεται στη δραστική μείωση του διαχειριστικού κόστους, αμοιβών διοικητικών και άλλων στελεχών που στις κοινωνικές επιχειρήσεις είναι περιορισμένο, στον κοινωνικό έλεγχο της εργασίας που γίνεται πολύ αποδοτικότερη κατά μονάδα καθώς ο υπάλληλος/εργαζόμενος λογοδοτεί άμεσα στην τοπική κοινωνία και στους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, αντίθετα με τη νοοτροπία των αργόμισθων δημοσίων υπαλλήλων. Έχουμε χιλιάδες παραδείγματα κρατικών και δημόσιων οργανισμών όπου η αργομισθία ήταν για πολλά χρόνια καύχημα και οι παροχές προς τον πολίτη ανύπαρκτες. Αυτά συμβαίνουν, λόγου χάρη, σε γηροκομεία, παιδικούς σταθμούς και δημόσιες υπηρεσίες υγείας / πρόνοιας. Ανάλογα παραδείγματα αυτής της προσέγγισης έχουμε, εάν λάβουμε υπόψη τα δεδομένα της Κοινωνικής Οικονομίας, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, που μας δείχνουν με αριθμητικούς δείκτες πλέον την καταλυτική συμβολή στο ΑΕΠ των κοινωνικών επιχειρήσεων, αλλά και την κοινωνική συνοχή, που εξασφαλίζεται μέσω της ανάπτυξης της Κοινωνικής Οικονομίας.

Το θεσμικό έλλειμμα

Με αυτά τα δεδομένα το επίπεδο της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το κρυφό έλλειμμα, εάν λάβουμε υπόψη τη μεγάλη διαφορά από το μέσο όρο στην ΕΕ, η οποία στην Ευρώπη βρίσκεται στο επίπεδο του 10% περίπου, ενώ στην Ελλάδα μόλις στο 2-3% του ΑΕΠ. Το γεγονός αυτό συσσωρεύει χρόνιες αδυναμίες στην ελληνική οικονομία, ενώ μπορεί να θεωρηθεί και μία από τις γενεσιουργούς αιτίες της γενικότερης κρίσης, καθώς η οικονομία μας στερείται εναλλακτικά μέσα, πέρα από το κράτος και την αγορά, για να δημιουργήσει προστιθέμενη αξία και κοινωνικό κεφάλαιο για την ανάπτυξη.

Παράλληλα, πρέπει να επισημανθεί ότι, ο δείκτης ανάπτυξης των οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών αναγνωρίζεται στην Ευρώπη και ως μέσο ανάπτυξης της Κοινωνικής Οικονομίας, αυτός ο δείκτης με τη σειρά του έχει σχέση με την αντιμετώπιση της κρίσης και της διαφθοράς, στη χώρα μας φαίνεται ότι αυτή η αναγνώριση απουσιάζει και η υπόθεση αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον ζήτημα. Έτσι, ουσιαστικά δεν υπάρχει μέριμνα συντονισμού για την αξιοποίηση του κοινωνικού κεφαλαίου των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, μολονότι πρόσφατα θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα η Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (Κοιν.Σ.Επ.) με το νόμο 4019/2011.

Οι προβλεπόμενοι πόροι ενίσχυσης από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο γι’ αυτό το σκοπό δεν έχουν ακόμη διατεθεί ως ενίσχυση πρωτοβουλιών από την αρμόδια διαχειριστική αρχή του ελληνικού δημοσίου. Επομένως, δεν απομένει κάτι άλλο από την αυτοοργάνωση και συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, για να ευδοκιμήσει ο θεσμός στην Ελλάδα.

Γραφειοκρατία της παρακμής

Ο μεγάλος συνένοχος αυτής της κατάστασης είναι προφανώς, η κρατική γραφειοκρατία και η υπαλληλοκρατία. Οι μοναδικοί σύμμαχοι που μπορεί να έχει η Τοπική Αυτοδιοίκηση για την αφύπνιση του εκάστοτε τομέα ευθύνης της, είναι οι κοινωνικοί ακτιβιστές και η μόνη λύση που μπορεί να έχει είναι η σύμπραξη με όλους εκείνους που θέλουν και μπορούν να αγωνιστούν για να αλλάξουν τα δεδομένα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στη χώρα.

Είναι γνωστό ότι στον δημόσιο τομέα, οι εργαζόμενοι δεν αποδίδουν ανάλογα με τις οικονομικές απολαβές. Μια μεγάλη μερίδα των υπαλλήλων παραβιάζει συστηματικά το ωράριο εργασίας, ενώ η απόδοσή τους είναι ελάχιστη. Κάποιοι έχουν ακόμα στο μυαλό τους την απολεσθείσα ευημερία των δανεικών, την επίπλαστη οικονομία, την οικονομία της «φούσκας» και εξακολουθούν να διεκδικούν προνόμια, προκαλώντας αντίστοιχα θύματα σε τομείς της οικονομίας που δεν απολαμβάνουν την προστασία του κράτους και των πολυεθνικών δηλαδή, τους μικροεπαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους, τους ανέργους και τόσους άλλους.

Η σπατάλη των διαθέσιμων κοινοτικών πόρων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, που ελάχιστα πιάνουν τόπο, είναι το γνώρισμα της διαχείρισης των κοινοτικών πόρων στη Ελλάδα και, ειδικότερα, από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο. Αυτό καταδεικνύει ότι πόροι ακόμα υπάρχουν, αλλά δεν υπάρχουν πόροι για σπατάλη. Συμπερασματικά, στη σημερινή συγκυρία δεν λείπουν οι φυσικοί, υλικοί και ανθρώπινοι πόροι, αλλά λείπει η δημιουργική αξιοποίησή τους.

Κράτος και προσφορά εργασίας

Έχοντας κατά νου την πολυπλοκότητα της σύγχρονης οικονομίας και τους όρους εκείνους υπό τους οποίους δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, θα πρέπει να απαλλαγούμε από την αυταπάτη ότι το κράτος μπορεί να λειτουργήσει ως «θεός» ώστε να τα προβλέπει όλα, να τα επιχειρεί όλα και να μεριμνά για όλα παίρνοντας ρίσκο για το καθετί χωρίς να συμμετέχουν στην επιχειρηματική διαδικασία και οι πολίτες. Το κράτος, ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι, πέραν από ορισμένους τομείς παραγωγής δημόσιων αγαθών, όπως παιδεία, υγεία, δημόσια έργα, είσπραξη φόρων κ.ά., δεν είναι σε θέση να επεκτείνει την επιχειρηματικότητά του εκεί που λειτουργούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι. Όπου το κράτος ιστορικά υπήρξε ο απόλυτος επιχειρηματίας, το έκανε με δικτατορία και απόλυτη στρατιωτική πειθαρχία και αυτό μόνο για περιορισμένες ιστορικές περιόδους εμπόλεμης κατάστασης ή επαναστατικής διέγερσης.

Ο προφανής λόγος, που το κράτος στις ειρηνικές και δημοκρατικές κοινωνίες δεν μπορεί να γίνει επιχειρηματίας σε όλα τα επίπεδα, είναι διότι σε αυτή την περίπτωση θα χρειαζόταν μια τεράστια γραφειοκρατία ώστε να ελέγχει την κάθε μικροεπιχείρηση κι αυτοαπασχολούμενο εάν πηγαίνει στο χώρο εργασίας του, αν αποδίδει προϊόν και αν αυτό είναι χρήσιμο για την κοινωνία. Το κόστος σ’ αυτήν την περίπτωση, ακόμα κι αν λειτουργούσε άψογα το σύστημα, θα ήταν τεράστιο, δε θα επαρκούσαν οι φόροι ή η υπεραξία του προϊόντος ώστε να λειτουργήσει μια τέτοια γραφειοκρατία. Γι’ αυτό και το κράτος όταν επεκτείνεται πολύ, γίνεται κακός επιχειρηματίας. Αυτό έχει αλλεπάλληλα δοκιμαστεί στην ιστορία με καταστρεπτικά αποτελέσματα.

Από την άλλη μεριά, όταν η οικονομία βρίσκεται σε κρίση και μειώνεται το κέρδος, πολλές από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οδηγούνται στη χρεοκοπία και την πτώχευση, με συνέπεια να οδηγούνται εκατομμύρια εργαζόμενοι στην ανεργία.

Επομένως, ούτε το κράτος ούτε η αγορά μπορούν να αναχαιτίσουν την ανεργία. Εδώ, λοιπόν, επιβάλλεται να δοθεί μια εξήγηση όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από τους συνδικαλιστές και τους εργαζόμενους. Μια εξήγηση και μια προοπτική για το τι μπορεί να γίνει απ’ αυτό το σημείο και πέρα. Πώς μπορούν να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας;
Οι θεσμοί της Κοινωνικής Οικονομίας δίνουν μια συνολική απάντηση στα ερωτήματα αυτά στα κεφάλαια που ακολουθούν.

Το μοντέλο αυτό της Κοινωνικής Οικονομίας δεν αγνοεί τους όρους της αγοράς που έχει τη δική της δυναμική στην ανάπτυξη και στη συγκέντρωση κεφαλαίου. Ούτε το γεγονός ότι οι τράπεζες και ο καπιταλισμός, ως οικονομικό μοντέλο, έχουν μια δημιουργική αρχικά και έως ένα βαθμό, συμβολή στην ανάπτυξη των πόρων. Η παγκόσμια όμως διαπίστωση είναι πλέον ότι όταν το σύστημα λειτουργεί ανεξέλεγκτα, συγκεντρωτικά και μονοπωλιακά μετά από ένα στάδιο, από τη μια πλευρά, συσσωρεύει πολύ πλούτο κι από την άλλη, φτώχεια. 

Επομένως, χρειάζεται ένα μέτρο ελέγχου και παράλληλα ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης, που θα βασίζεται στην επιστήμη καταπολέμησης της φτώχειας και όχι μονόπλευρα, στην κερδοσκοπία, κι αυτό, με άλλα λόγια, είναι η συμβολή της Κοινωνικής Οικονομίας στην παγκόσμια σταθερότητα και μείωση των ανισοτήτων.

Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, η Κοινωνική Οικονομία μπορεί να θεωρηθεί ως μια οργανωτική τεχνολογία-επιστήμη αντιμετώπισης της φτώχειας. Όσο οι κοινωνίες αφυπνίζονται, αυτοπροσδιορίζονται και αυτονομούνται, σε σχέση με τις εξουσίες οι οποίες εξυπηρετούν μόνο τις διευθυντικές, ολιγαρχικές οικονομικές ελίτ, τόσο οι οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών θα δημιουργούν εναλλακτικά πρότυπα οργάνωσης ή θα πιέζουν για νέους θεσμούς.
Ας μην ξεχνάμε ότι, ορισμένα χαρακτηριστικά της διαδικασίας συγκρότησης της αλληλέγγυας οικονομίας είναι: η συλλογική δυναμική, η αυτονομία, η οριζόντια δικτύωση, η συνεργασία, η αλληλοβοήθεια, η ενότητα στη διαφορά, η τοπική δικτύωση και η παγκόσμια αλληλοσύνδεση.

Σε αυτή την πολύ κρίσιμη περίοδο, λοιπόν, υπάρχει η ανάγκη κινητοποίησης των ανθρώπινων πόρων για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα του κοινωνικού αποκλεισμού και των ευπαθών κοινωνικών ομάδων. Έτσι, τα ζητήματα των θεσμών αλληλέγγυας και Κοινωνικής Οικονομίας έρχονται επιτακτικά στην επικαιρότητα.
Αυτό που παρατηρείται σ’ όλο τον κόσμο είναι ότι τα εμπόδια είναι πολιτισμικά. Η καταναλωτική κουλτούρα αξιολογεί την ποσότητα, την υπερβολή, την ιδιοκτησία και το μεγάλο όγκο αποβλήτων υψηλότερα από την ευημερία των ανθρώπων και των κοινοτήτων.

Λογικά η αντικατάσταση του καταναλωτικού μοντέλου με βιώσιμες μορφές παραγωγής, με την καθιέρωση νέων τρόπων παραγωγής, κατανάλωσης και ζωής που βασίζονται στην αλληλεγγύη είναι ένα αίτημα του καιρού μας.

Σεισάχθεια και Κοινωνική Οικονομία

Η κρίση χρέους που ταλανίζει την ελληνική οικονομία μετά το 2009, είτε αποδίδοντας τα αίτια στο σπάταλο κράτος και τη διαφθορά, είτε αποδίδοντας τα αίτια στους μηχανισμούς της αγοράς, έχει επισκιάσει τα ζητήματα του τρίτου τομέα της οικονομίας. Η επισκίαση αυτή, εσκεμμένη ή μη, αποπροσανατολίζει την κοινωνία να κινητοποιηθεί προς την εξεύρεση λύσεων, που μπορούν να υπάρξουν μέσω του τρίτου τομέα, δηλαδή της Κοινωνικής Οικονομίας.

Με χρεωμένους τους μισούς Έλληνες και τις στρόφιγγες των τραπεζών κλειστές, προφανώς είναι πολύ δύσκολη η επανεκκίνηση της οικονομίας και η δημιουργία νέων επιχειρήσεων και, ειδικότερα, κοινωνικών επιχειρήσεων. Σε τέτοιες κρίσεις και σε ανάλογες εποχές, ένα γενικό μέτρο που από την πλευρά της πολιτείας θα μπορούσε να προκαλέσει την επανεκκίνηση της οικονομίας, είναι η λεγόμενη σεισάχθεια και η μερική διαγραφή των χρεών για τα κοινωνικά στρώματα που έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση.

Διανύοντας τον πέμπτο χρόνο της ελληνικής κρίσης χρέους χωρίς σημάδια ανάκαμψης της παρατεταμένης ύφεσης, τίποτε από όσα σχεδιάζονται από το ελληνικό πολιτικό σύστημα και τους εκπροσώπους των θεσμών, δεν φαίνεται να οδηγεί στο ορατό μέλλον στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.

Το μόνο που μπορεί να εξασφαλιστεί, είναι η μεταφορά των βαρών του χρέους από το κράτος προς τους πολίτες και στην επόμενη γενιά, όχι μόνο στους εισοδηματίες έχοντες και κατέχοντες, αλλά και σε αυτούς που εργάζονται και επιχειρούν στην πραγματική οικονομία.
Ο φαύλος κύκλος θα συνεχιστεί γιατί το χειρότερο είναι πως, για να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος χρειάζεται ακόμη πιο βαριά φορολογία να πέσει στα ακίνητα, στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, προκαλώντας έτσι, μεγαλύτερη οικονομική ασφυξία στην πραγματική οικονομία, μεγαλύτερη ανεργία, φτώχεια και ανατροφοδότηση του φαύλου κύκλου που προκάλεσε την κρίση. Μέχρις ενός σημείου, θα μπορούσε ορθολογικά το δημόσιο χρέος να μειωθεί και να περιοριστεί το άνοιγμα των τραπεζών, αλλά αυτό σημαίνει ταυτόχρονα ότι θα μειωθούν περαιτέρω τα έσοδα του κράτους και οι κοινωνικές παροχές και στο τέλος θα έχουμε μεγαλύτερη έκρηξη της ανεργίας με πιθανές κοινωνικές εκρήξεις.

Κι όλα αυτά πρόκειται να συμβούν, γιατί ακόμη δεν αντιμετωπίζεται η γενεσιουργός αιτία της ύφεσης που είναι η αχαλίνωτη κερδοσκοπία. Διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη, μόνον εάν το κόστος της κρίσης και της πλασματικής κερδοφορίας που επιτυγχάνουν οι κερδοσκόποι, πλήρωναν οι τράπεζες και οι χρηματαγορές ως βασικοί υπαίτιοι της κρίσης, οι προνομιούχες ελίτ του δημοσίου και της κλεπτοκρατίας και όχι οι χαμηλόμισθοι και οι συνταξιούχοι που βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας. Το δεδομένο όμως που έχουμε μπροστά μας με την ασκούμενη πολιτική, είναι το κόστος προσαρμογής να πέφτει στην υπερφορολόγηση της πραγματικής οικονομίας.

Κανένα κόμμα και κανένας οικονομολόγος δεν έχει παρουσιάσει μέχρι τώρα μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση εξόδου από την κρίση, με ταυτόχρονη ενίσχυση της απασχόλησης και παραγωγικότητας της οικονομίας, πέρα από τις κλασικές θεωρίες που έχουν ήδη εφαρμοστεί και μας οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Σχεδόν κανένας πολιτικός στην Ελλάδα δεν μιλά για τρίτο τομέα της οικονομίας και για την Κοινωνική Οικονομία, που η εφαρμογή της αναζωογονεί τις οικονομίες της κεντρικής Ευρώπης.

Εδώ, με τις επικρατούσες κυρίαρχες αντιλήψεις, έχουμε μείνει στην πόλωση μνημόνιο - αντιμνημόνιο, δηλαδή δεχόμαστε η δεν δεχόμαστε τις δανειακές συμβάσεις με τους θεσμούς, ενώ είναι βέβαιο ότι χωρίς αυτές τις δανειακές συμβάσεις το κράτος, σε πολλούς τομείς θα κατεβάσει ρολά. Η συζήτηση και ο πολιτικός διάλογος δεν φτάνει ποτέ στους όρους αναζωογόνησης της πραγματικής οικονομίας, η οποία σήμερα σε όλα τα προηγμένα κράτη βασίζεται και στην συνεταιριστική οικονομία.

Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι αν χρειάζεται ή δεν χρειάζεται η Ελλάδα την εξωτερική βοήθεια από τους εταίρους της στην Ευρώπη, που είναι προφανέστατο ότι την χρειάζεται αλλά, πώς αξιοποιεί αυτή τη βοήθεια από τη στιγμή που η ελληνική πλευρά την έχει στα χέρια της. Πού ακριβώς πήγαν 210 δισ. βοήθεια και τι μέρος από αυτό καρπώθηκαν οι τράπεζες;

Εάν συνεχιστεί – όπως συμβαίνει σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του δανείου να πηγαίνει στην ανακεφαλαίωση των τραπεζών και στη συνέχιση της κλεπτοκρατίας στην Ελλάδα εις βάρος της παραγωγικής οικονομίας, τότε πάλι είναι βέβαιο ότι δεν θα επιτευχθεί τίποτε περισσότερο πέραν της επιμήκυνσης στην εξυπηρέτηση του χρέους.

Ασφαλώς, έτσι δεν θα γίνει τίποτε ουσιαστικό, γιατί η ληστρική λειτουργία των τραπεζών είναι μια από τις βασικές αιτίες και πηγή του προβλήματος της κρίσης χρέους, όπως έχει αποδειχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο και όπως θα αποδειχθεί ακόμη πολλές φορές, μέχρι να καταλάβουν οι κοινωνίες τις βαθύτερες αιτίες της κρίσης.

Έτσι, η λύση που προτείνει το Πανελλήνιο Παρατηρητήριο Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών είναι η Σεισάχθεια και η Κοινωνική Οικονομία, δηλαδή «κούρεμα» των δανείων και αποτίναξη των βαρών από τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ταυτόχρονα με την ενίσχυση της κοινωνικής και συνεταιριστικής οικονομίας, για την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Η σεισάχθεια, όπως είναι γνωστό ιστορικά, ήταν η μεταρρύθμιση του Σόλωνα για την αποτίναξη των βαρών με την κατάργηση των χρεών στους ακτήμονες που είχαν καταλήξει δούλοι από τα χρέη. Η μεταρρύθμιση αυτή ήταν και το πρώτο αποφασιστικό βήμα στη γένεση της Δημοκρατίας στην Αθήνα που ολοκληρώθηκε αργότερα με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη.

Σήμερα ασφαλώς, η σύγχρονη μορφή της δουλείας και της εξάρτησης από την πλουτοκρατία είναι πιο περίτεχνη και πιο soft καθώς υπάρχουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και πιο ανελέητη ταυτόχρονα, για κάποιον που καταλήγει στην ανεργία. Οι αρχαίοι λαοί δεν είχαν πρόβλημα ανεργίας γιατί πάντα χρειαζόντουσαν εργατικά χέρια και δούλους καθώς δεν υπήρχαν μηχανές. Έτσι οι δούλοι μπορεί να μην είχαν δικαιώματα ιδιοκτησίας αλλά τουλάχιστον σιτίζονταν. Σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο μπορεί να υπάρχουν τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά η ανεργία σπρώχνει στην πείνα μεγάλα τμήματα πληθυσμού.

Έχει, λοιπόν, μεγάλη σημασία σήμερα να δούμε συνοπτικά, πώς οι οικονομίες με τόσα τεχνολογικά μέσα καταλήγουν στο φαινόμενο της τεράστιας φτώχειας και ανεργίας και πώς αντιμετωπίζεται πραγματικά αυτό το φαινόμενο, καθώς και ότι το πρόβλημα αυτό, είναι πάνω απ’ όλα πολιτικό και όχι τεχνοεπιστημονικό, όπως υποστηρίζουν διάφοροι τεχνοκράτες. Γιατί οι «οικονομολόγοι» της σχολής του Φρίντμαν και της σχολής του Κέινς αποδείχθηκαν τελικά «θεολόγοι» του φονταμενταλισμού της αγοράς ή του κρατισμού.

Η βασική αιτία, λοιπόν, είναι ότι τα τεράστια κέρδη της παγκόσμιας οικονομικής ελίτ, δημιουργήθηκαν παράλληλα και αντιστρόφως ανάλογα με τα τεράστια χρέη κρατών και νοικοκυριών, με εργαλεία τους ανεξέλεγκτους μηχανισμούς των τραπεζών. Υπολογίζεται ότι, η σχέση των πραγματικών αγαθών, πρώτες ύλες, πηγές ενέργειας, καταναλωτικά προϊόντα, υπηρεσίες κ.λπ. προς τις χρηματικές αξίες και τις διάφορες μορφές του χρήματος χάρτινου και ηλεκτρονικού λογιστικού, έχει μικρότερο ποσοστό αξίας από τις εικονικές αξίες μέσα από τις χρηματαγορές. Επιτρέπει τη δημιουργία μιας τεράστιας χρηματοοικονομικής «φούσκας» εις βάρος της παγκόσμιας πραγματικής οικονομίας, εάν λάβουμε υπόψη ότι από αυτή την εικονικότητα της οικονομίας ένα μικρό μέρος έχει σκάσει και εξαερωθεί, φανταστείτε τι θα γίνει όταν θ’ αρχίσει να σκάει η μια «φούσκα» των χρηματαγορών μετά την άλλη. Όταν καινούργια χρέη θα προστεθούν στα παλαιά χρέη και οι τράπεζες, υπό τον έλεγχο της παγκόσμιας οικονομικής ελίτ, όπου το 1/100 του πληθυσμού ελέγχει το 90% του χρηματοοικονομικού πλούτου των αγορών, δεν θα μπορούν πλέον να κάνουν τίποτε να συγκρατήσουν την χρηματοοικονομική κατάρρευση. Υπερχρεωμένα κράτη δεν θα μπορούν να καλύψουν με τίποτα τις «φούσκες» τραπεζών και να εγγυηθούν τις καταθέσεις των μεγάλων FUNDS.

Τι θα μπορούσαν τότε να κάνουν τα υπερχρεωμένα κράτη όταν δεν θα μπορούν να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματα των τραπεζών; Προφανώς, θα έχουμε μια σειρά από ανεξέλεγκτες χρεοκοπίες κρατών και όχι ελεγχόμενες χρεοκοπίες, όπως συμβαίνει σήμερα με την ελληνική οικονομία. Θα μπορούν τα κράτη να επιβάλουν ολοένα και περισσότερους φόρους; Μπορεί η μεσαία τάξη να αντέξει κι άλλους φόρους; Έως πότε π.χ. η Κίνα θα αγοράζει χρέος των ΗΠΑ σε ομόλογα; Και με ποια ανταλλάγματα;

Πολλοί είναι εκείνοι που δεν θέλουν να βλέπουν την έξυπνη στρατηγική της Κίνας να αγοράζει από την μια μεριά χρέος του δημοσίου των ΗΠΑ τοις μετρητοίς και από την άλλη να αγοράζει τεχνολογία και υπηρεσίες από την παγκόσμια αγορά με πιστώσεις, συγκρατώντας παράλληλα την εσωτερική της κατανάλωση, με στόχο μακροπρόθεσμα την παγκόσμια οικονομική ηγεμονία. Αλλά μέχρι πότε θα συγκρατείται η κοινωνία της Κίνας στην υποκατανάλωση; Αυτό και μόνον το ζήτημα χρειάζεται μια ειδική ανάλυση που δεν είναι του παρόντος βιβλίου για να δούμε πού πηγαίνει ο κόσμος γενικά.

Το βέβαιο είναι πως ο παγκόσμιος καπιταλισμός και ο σύγχρονος φονταμενταλισμός της αγοράς με τα στοιχεία που βγαίνουν στην επιφάνεια, έχουν φτάσει στο σημείο να εγκυμονούν την αναπότρεπτη και αναπόφευκτη γενικευμένης κρίσης. Στο μέλλον, αυτή η τάση εξαιτίας της τεράστιας ανάπτυξης-μεγέθυνσης που οδηγεί ολοένα και περισσότερο στην υπερθέρμανση της οικονομίας, για να εξυπηρετεί το παγκόσμιο χρέος με παράλληλη αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας. Πρόκειται για μια αυτοκαταστροφική διαδικασία που απαιτεί υπεράντληση των φυσικών πόρων και μειωμένους μισθούς για τους ανθρώπινους πόρους στο βωμό της εξυπηρέτησης του διογκωμένου χρέους.

Η παγκόσμια οικονομία μετά από αλυσιδωτές κρίσεις, αργά ή γρήγορα, θα φθάσει στο σημείο καμπή που το χρέος σε καμία περίπτωση δεν θα μπορεί να εξυπηρετηθεί στο σύνολό του, ακόμη κι αν βυθίσει τα 3/4 της παγκόσμιας κοινωνίας στη φτώχεια.

Η απάντηση σ’ αυτή τη ζοφερή κατάσταση έρχεται, βέβαια, μέσα από τον τρίτο τομέα της οικονομίας που σκιαγραφούμε στο δεύτερο κεφάλαιο. Παράλληλα, χρειάζεται μια νέα συνολική πρόταση για την Παγκόσμια Σεισάχθεια και Κοινωνική Οικονομία, τη διαγραφή χρεών για νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την επανεκκίνηση της παραγωγικής διαδικασίας μέσω του συνεργατικού τομέα της οικονομίας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου