Η σημερινή κατάσταση της οικονομίας στην Ελλάδα παρουσιάζει μια σημαντική ιδιομορφία σχετικά με τις συνθήκες ανάπτυξης της Κοινωνικής Οικονομίας σε άλλες χώρες και άλλες εποχές: η Κοινωνική Οικονομία δεν μπορεί να αποτελέσει ένα σύνολο συμπληρωματικών δραστηριοτήτων σε σχέση με την καπιταλιστική ανάπτυξη, όπως συνέβει κατά κανόνα στο παρελθόν σε άλλες περιπτώσεις, αλλά πρέπει αντίθετα να επιδιώξει να αναλάβει έναν πρωταρχικό ρόλο για την ανασυγκρότηση της χώρας, συνυπάρχοντας με έναν καπιταλιστικό τομέα έντονα εξασθενισμένο. Αυτή η διαπίστωση δεν είναι συνάρτηση της ισχύος του τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας, αλλά της αδυναμίας του καπιταλιστικού τομέα.
Από την άλλη μεριά όμως πρέπει να διαπιστωθεί ότι, όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, η Κοινωνική Οικονομία – όπως και η ιδιωτική καπιταλιστική από την άλλη μεριά – δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς την υποστήριξη των δημόσιων πολιτικών, και επομένως χωρίς τους αντίστοιχους πόρους και τον αντίστοιχο σχεδιασμό. Υπάρχει επομένως το ζήτημα της βαρύτητας που θα δώσει η κρατική πολιτική στην υποστήριξη της Κοινωνικής Οικονομίας, σε σχέση με τη βαρύτητα που δίνει στην υποστήριξη της ιδιωτικής οικονομίας, και της αντίστοιχης κατεύθυνσης που θα ακολουθήσουν οι δημόσιες επενδύσεις και οι δημόσιες δαπάνες.
Δεν είναι ρεαλιστική η προοπτική μιας ταχείας ανάπτυξης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας για τους εξής λόγους. Οι πλέον αξιόπιστες προβλέψεις για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν απέχουν πολύ από τη στασιμότητα. Σε συνθήκες όπου δεν υπάρχουν προοπτικές ταχείας αύξησης της ζήτησης, τόσο της εξωτερικής, όσο και της εσωτερικής (λόγω της διάρκειας των επιπτώσεων των πολιτικών λιτότητας), οι επενδυτικές πρωτοβουλίες ιδιωτών αφορούν μόνο ειδικές δραστηριότητες με αναμενόμενη υψηλή κερδοφορία.
Οι προοπτικές ανάπτυξης της Κοινωνικής Οικονομίας βασίζονται σε τελείως διαφορετικά κίνητρα. Πριν απ’όλα τα εγχειρήματα αυτά δεν επιδιώκουν την επίτευξη υπερκερδών, αλλά την εξασφάλιση εισοδημάτων. Επίσης, οι πρωτοβουλίες Κοινωνικής Οικονομίας διακατέχονται από μια λογική κοινωνικής χρησιμότητας που ευνοεί τον κοινωνικό διάλογο και ακόμα καλύτερα τον σχεδιασμό σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο. Είναι δύσκολο στις σημερινές συνθήκες να προκύψει η λογική του σχεδιασμού από πρωτοβουλίες ομάδων συμφερόντων της ιδιωτικής οικονομίας, που έχουν ειδικά και σε μεγάλο βαθμό αμυντικά αιτήματα, τα οποία δεν μπορούν να οδηγήσουν στην επικράτηση μιας τέτοιας λογικής.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να αγνοηθεί ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας, είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί ότι η συνύπαρξη ιδιωτικής, δημόσιας και κοινωνικής οικονομίας, θα έχει ως κινητήριες δυνάμεις της ανασυγκρότησης και άρα της μεγέθυνσης βασικών οικονομικών δραστηριοτήτων, την ενίσχυση των δημόσιων παρεμβάσεων ως προς τα ποσοτικά, αλλά και τα ποιοτικά τους στοιχεία, και τη διεύρυνση των δυνατοτήτων ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας. Αυτή η επιλογή θα επιτρέψει επίσης, όχι μόνο την απελευθέρωση της αναπτυξιακής στρατηγικής από το ζουρλομανδύα μιας αιωνίως αποτυχημένης «επιχειρηματικότητας», αλλά και τη δυνατότητά της να αποφύγει την επίκληση ενός νέου κρατισμού, βασισμένη πλέον σε έναν ανατροφοδοτούμενο δυναμισμό της κοινωνίας.
Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου