Ένα από τα θεσμικά ελλείμματα που παρουσιάζει η χώρα μας, σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε και το οποίο καθορίζει το επίπεδο οικονομικής ανθεκτικότητας, της αντιμετώπισης κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας, είναι το έλλειμμα θεσμικών εφαρμογών της κοινωνικής οικονομίας στη Τοπική οικονομία. Η απουσία δηλαδή ουσιαστικού σχεδιασμού και χρηματοδοτικών πόρων στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για την ανάπτυξη Κοινωνικής οικονομίας. Το έλλειμμα αυτό βέβαια, είναι χαρακτηριστικό της αδράνειας εξαιτίας κυρίως του συγκεντρωτισμού και του πατερναλισμού του κράτους στη διαχείριση των πόρων, γεγονός που περιορίζει τις επιλογές στη τοπική ανάπτυξη και την αξιοποίηση των διαθέσιμων υλικών και ανθρώπινων πόρων που υπάρχουν σε κάθε περιοχή.
Όλα τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία σχετικά με τις επιδόσεις του
κράτους που έχουμε μέχρι τώρα και ειδικότερα του Υπουργείου Εργασίας είναι
απογοητευτικά. Για παράδειγμα η πρόσφατη πρόσκληση για «Κέντρα Στήριξης» της
Κοινωνικής Οικονομίας απέτυχε πλήρως αφού εγκρίθηκαν μόλις 13 προτάσεις στις 89
που είχαν σχεδιαστεί. Ταυτόχρονα πρόκειται να διατεθεί μόλις το 1/1000 των
πόρων, για την Κοινωνική Οικονομία από το ΕΣΠΑ και το πακέτο Γιούγκερ των 35
δις. Με αυτές τις προϋποθέσεις είναι αδύνατον βέβαια, να έχουμε θετικές
εξελίξεις στη τρέχουσα προγραμματική περίοδο στην Κ.Οικ. κι αυτό οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση
απουσιάζει από τον σχεδιασμό, τη χρηματοδότηση και τη χάραξη της πολιτικής για
την κοινωνική οικονομία όπως, απουσιάζει και το σύνολο των φορέων του χώρου από
το σχεδιασμό ως θεσμικός κοινωνικός εταίρος.
Ο γενικός δείκτης εξάλλου της Κοινωνικής Οικονομίας στη χώρα μας συμπεριλαμβάνοντας
όλους τους συνεταιρισμούς , ιδρύματα και Κοινωνικές επιχειρήσεις είναι μόλις
1,8% όταν στην Ε.Ε. ο μέσος όρος είναι γύρω στο 10%.
Αυτές οι συνθήκες προφανώς έχουν αρνητική επίπτωση και στη τοπική απασχόληση.
Κατ΄αυτό τον τρόπο η Τ.Α στερείται
την ουσιαστική δυνατότητα, των συμπράξεων και συνεργειών με τους φορείς της κοινωνικής οικονομίας και
των Κοινωνικών επιχειρήσεων, με
αποτέλεσμα την αδυναμία να αξιοποιήσει τους
ανενεργούς υλικούς και ανθρώπινους πόρους, για εφαρμογές στη κοινωνική επιχειρηματικότητα.
Είναι ανάγκη να επισημάνουμε ότι επί της ουσίας η «Κοινωνική οικονομία» δεν είναι απλά
μια υπεργολαβία που δίνει ένας Δήμος αποσπασματικά
με απευθείας ανάθεση κάπου σε μια ΚΟΙΝΣΕΠ ή σε μια ΜΚΟ. Δεν είναι καν ούτε οι
πενήντα – εκατό τέτοιες περιπτώσεις που μπορεί να υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην
Ελληνική επικράτεια.
Κοινωνική Οικονομία είναι το σύνολο της παραγωγής και της απασχόλησης
στο τρίτο τομέα της οικονομίας, βάσει της οποίας μπορούν να υπάρξουν μετρήσιμα
αποτελέσματα σε Πανελλήνια κλίμακα, με συνέπεια την ουσιαστική ενίσχυση στο εισόδημα και με θετικές επιδράσεις στη τοπική απασχόληση. Υπάρχουν βέβαια, φωτεινές εξαιρέσεις σε
ορισμένους Δήμους με μεμονωμένα καλά παραδείγματα που μπορούν να
μας δείξουν το δρόμο. Όπως υπάρχει επιτυχημένη διεθνή εμπειρία και τεχνογνωσία
που μπορεί με σχεδιασμό να αξιοποιηθεί. Για το σύνολο όμως ενεργοποίησης της
Τ.Α. σε αυτό το τομέα είναι αναγκαίο ένα γενικό σχέδιο πολιτικής για την
Κοινωνική οικονομία.
Η θεσμοθέτηση επομένως της Κοινωνικής Οικονομίας, στο χώρο της Τ.Α θα πρέπει
να τεθεί στο Συνέδριό μας ως προτεραιότητα.
Με δεδομένο το πλεονέκτημα ότι η
Τοπική Αυτοδιοίκηση διαθέτει ανενεργούς πόρους, σε κτίρια και
αγροκτήματα, σχολάζουσες γαίες, δασικές εκτάσεις, πάγιο εξοπλισμό και κτιριακές
εγκαταστάσεις, που λόγω περιορισμού στις προσλήψεις υπολειτουργούν και
δεν είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν, η ανάπτυξη του τρίτου τομέα είναι όρος
απαραίτητος για τη συνολική Τοπική Ανάπτυξη. Ταυτόχρονα θα πρέπει να ληφθεί
υπόψη ότι μπορούν να αξιοποιηθούν ανενεργοί υλικοί πόροι του δημοσίου και της
εκκλησίας. Δεδομένου μάλιστα ότι, οι υφιστάμενες υλικές και ανθρώπινες υποδομές είναι αδύνατο
να αξιοποιηθούν με τη περεταίρω
διεύρυνση της μισθωτής εργασίας στο δημόσιο και τους Δήμους, είναι αναγκαίες οι συνέργειες με τις κοινωνικές επιχειρήσεις
ως μόνη εναλλακτική συνθήκη στη παραγωγική ανασυγκρότηση και απασχόληση. Κι
αυτό οφείλεται στη δυνατότητα της κοινωνικής
επιχειρηματικότητας να στηρίζεται στο Κοινωνικό
Συνεργατικό Κεφάλαιο κάθε περιοχής, στις επενδύσεις και συγχρηματοδοτήσεις από το Ευρωπαϊκό κοινωνικό
ταμείο και το ΕΣΠΑ, με το πλεονέκτημα της κοινωνικής συμμετοχής που συγκροτεί
κοινωνικό κεφάλαιο.
Τα θεσμικά εργαλεία για αυτή τη πολιτική είναι, οι Τοπικές Κοινωνικές
συμπράξεις και οι συνέργειες που μπορούν να αναπτυχθούν σε κάθε τομέα
δραστηριότητας, με τους
Κοινωνικούς συνεταιρισμούς στην υγεία και την κοινωνική φροντίδα, την
ανακύκλωση –επανάχρηση, τις ενεργειακές Κοινότητες, και τις Τοπικές αγορές
κ.τ.λ. Έτσι Κοινωνικές επιχειρήσεις μπορούν ως φορείς της
Κ.οικ. να αναλάβουν έργο και υπηρεσίες συμπληρωματικά, σε τοπικό επίπεδο. Σε τομείς
που διαφορετικά η Τ.Α αδυνατεί να καλύψει με εργατικό προσωπικό.
Για να εξυπηρετηθούν αυτοί οι στόχοι χρειάζεται πολιτικός σχεδιασμός ένα μοντέλο εφαρμογής πάνω στο οποίο μπορεί να
βασιστεί και θα προσαρμόσει τις ανάγκες του στις τοπικές συνθήκες κάθε δήμος
ξεχωριστά . Ένα σχέδιο το οποίο θα διαμορφώσει σε κάθε Δήμο ένα ευνοϊκό
περιβάλλον, ένα «οικοσύστημα» όπως λέγεται στη γλώσσα της κοινωνικής οικονομίας,
για να βρει έδαφος, πόρους και
συναίνεση η Κοινωνική επιχειρηματικότητα
σε σχέση με τη τοπική Κοινωνία.
Οι «Τοπικές Κοινωνικές Συμπράξεις»
είναι προτεινόμενος θεσμός, από
όλους τους πιστοποιημένους φορείς κοινωνικής
οικονομίας λειτουργούν στην περιοχή. Αυτές οι συμπράξεις θα μπορούν να λειτουργούν ως οιονεί «κέντρα στήριξης της Κοινωνικής οικονομίας»
όπως λειτουργούν τα επιμελητήρια για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Έτσι, για τις ανάγκες του τοπικού
σχεδιασμού της Κοινωνικής οικονομίας προτείνεται να υπάρξει ένα ενιαίο μοντέλο καταγραφής των αναγκών,
των διαθέσιμων πόρων, και των φορέων
που δρουν στη περιοχή ώστε, να αναδειχθούν όλες οι δυνάμεις και δυνατότητες
παρέμβασης.
Με αυτό τον τρόπο θα διαμορφωθεί ένας νέος «κοινωνικός εταίρος» που θα
προγραμματίζει και θα συνεργάζεται με Τ.Α βάσει προγραμματικών αρχών και κοινών
στόχων για τη τοπική ανάπτυξη.
Οι «Τοπικές Κοινωνικές Συμπράξεις» σε όλη τη χώρα σε συνεργασία με τους
φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τη ΚΕΔΕ, μπορούν να διαμορφώσουν δυναμικά ένα μεταβατικό
πρόγραμμα ώστε, οι πόροι και οι πολιτικές για την Κοινωνική Οικονομία να
κατευθύνονται από τα κάτω, δηλαδή προς τους εγγύτερους θεσμούς της Δημοκρατίας προς
τη κοινωνική βάση που είναι η Τ.Α.
Με αυτές τις θεσμικές υποδομές και προϋποθέσεις μακροπρόθεσμα μπορεί να
διαμορφωθεί μια νέα διαχειριστική Αρχή για την Κοινωνική οικονομία από τους
σχετικούς κοινωνικούς εταίρους και τη Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Αυτό το μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί
να τεθεί άμεσα σε εφαρμογή ύστερα από ένα ανοικτό θεματικό Συνέδριο που
θα προκαλέσει η ΚΕΔΕ σε συνεργασία με τις ενώσεις και τους φορείς Κ.Οικ.
αξιοποιώντας το Ευρωπαϊκό θεσμικό και τα χρηματοδοτικά εργαλεία που υπάρχουν
για αυτό σκοπό.
Το προτεινόμενο θεματικό Συνέδριο το οποίο μπορεί να προγραμματιστεί
σύντομα θα εκφραστεί και θα αναδυθεί όλη η κοινωνική δυναμική που είναι
απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας στη Ελλάδα ενώ
ταυτόχρονα θα δώσει τη δυνατότητα στη Τ.Α για μια νέα κοινωνική συμμαχία στη
Τοπική Ανάπτυξη.
Ανακεφαλαιώνοντας τα
προτεινόμενα θεσμικά εργαλεία επισημαίνονται:
v Τα Τοπικά σχέδια Κοινωνικών Συμπράξεων για τη κοινωνική οικονομία
v Ένα ενιαίο μοντέλο καταγραφής των αναγκών, διαθέσιμων πόρων, και φορέων κοινωνικής οικονομίας για κάθε Δήμο.
v Η σύνταξη ενός μεταβατικού προγράμματος στη διαμόρφωση πολιτικής της Τ.Α
για τη Κοινωνική οικονομία.
v Η διεξαγωγή θεματικού Συνέδριου σε συνεργασία με τους φορείς κοινωνικής
οικονομίας.
v Η μακροπρόθεσμη στόχευση για τη δημιουργία αποκεντρωμένης διαχειριστικής
Αρχής.
·
Υποσημείωση
Η προοπτική αξιοποίηση ανενεργών
πόρων διευκολύνεται από τη δωρεάν παραχώρηση κυριότητας και χρήσης δημοτικών
και κοινοτικών ακινήτων του άρθρου 185 που αναφέρεται ως εξής: Με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου που
λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του,
επιτρέπεται να παραχωρείται δωρεάν η χρήση δημοτικών ακινήτων σε φορείς
Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας του νόμου 4430/2016 (ΦΕΚ 205/ Α/2016) που
έχουν την έδρα τους ή ασκούν τη δραστηριότητά τους στον οικείο δήμο, για την
ενίσχυση της τοπικής και κοινωνικής ωφέλειας, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο
3 του άρθρου 2 του νόμου 4430/2016. Η διάρκεια της παραχώρησης δεν μπορεί να
υπερβαίνει τα 5 έτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου